United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άλλοι μας, κι άλλοι μας! ξεφώνιζε η Μιχάλαινα, σέρνοντας τα κόκκινα μάγουλά της με τα δυο της χέρια. Που θα βάλουμε στα σπιτικά μας και την ψυχοπαίδα της γουρουνούς! — Σώνει σου, Βασιλική, γυρίζει και της κάνει ο Πανάγος. Μωρό παιδί δεν είμαι, να με σκιάζης δα και με τέτοιες κοροϊδίες. Κι από μένα καλλίτερα το ξέρεις πούθε έρχεται η Ασήμω. — Ναι.

Η παπαδιά δεν τα κατάφερνε στη λάτρα του σπιτιού· είχε γεράσει και το σπίτι πες πως έμενε χωρίς νοικοκυρά. Να πάρη ψυχοπαίδα ο παπάς δεν το αποφάσιζε. Πρώτα οι δουλειές είχαν λιγοστέψει· οι ανθρώποι μέρα με τη μέρα μακρύνανε απ' το δρόμο του Θεού, δεν ήτανε ευλαβητικοί σαν πρώτα. Οι λειτουργιές, οι αγιασμοί, τα πρόσφορα, όλα «τα ελέη του Θεού» είχανε λιγοστέψει.

Ακαρτερούσαμε λαίμαργα, να ψήση η μάνα τα λαλάγκια, να μας ρίξη κανένα. — Δεν κάνει, μας έλεγε η μάνα, να κάμετε αρχή, πριν αποψηθούν όλα. Δεν το θέλει κι ο Χριστούλης μας! Οι ξερές οι λιοπυρίνες ελαμπάδωναν τόρα στη φωτογωνιά, που καθετόσο επαραγέμιζε το τζάκι η ψυχοπαίδα. Εξερότριζαν τα σπασμένα λιοκούκουτσα κάτουθε στη σιδεροστιά.

Η μάνα προσηλωμένη στ' ανακάτωμα, ούτε που τόβλεπε το παιδί στην ποδιά της. Άξαφνα φωνές, κακό· Παναγιά μου! τρομάρα μου! Χριστούλη μου! ξεφωνητά, ανακατοσούρα. Τα χάσαμ' εμείς τα παιδιά. Τρόμαξε κι ο πατέρας, πήδησε από το κρεβάτι· έτρεξε στη φωτογωνιά λαφιασμένος, δίχως παντούφλες. Το μικρό ταδερφάκι, εκατάλαβες, ήθελε να δοκιμάση το μωρό γιατί τάχα η ψυχοπαίδα εβύθιζε τα χέρια στο τηγάνι.

Είδε που λείπαμ' εμείς από το στρώμα. Άκουσε και το κακό που γινόταν έξω. Έβαλε τις φωνές. — Μάνα μάνα· πού &είσατε& μάνα; Επήγε η ψυχοπαίδα μας, που νάκοβε το πόδι της κάλλιο· τόφερε κι αφτό. Το πήρε η μάνα, τόσφιξε στην αγκαλιά· «πουλάκι μου!», το φίλησε, τόβαλε στην ποδιά της. Άρχισε πάλι νανακατώνη με ταδράχτι τα λαλάγκια, να ξεροψήνωνται.

Η μάνα με την ψυχοπαίδα, δεν είχαν πάρει μεσάνυχτα ακόμη, κ' ήταν ξύπνιες. Εσηκώθηκαν, έβαλαν φωτιά, κι άρχισαν να ψήνουν τα λαλάγκια. Μας πήρε η τσίκνα του λαδιού, που τίκλωσε μέσα το σπίτι. Ακούσαμε και το τσιτσίρισμα του τηγανιού στη φωτογωνιά. Επεταχτήκαμ' από τα στρώματα κ' εμείς τα παιδιά. Ετριγυρίσαμε τη φωτογωνιά γύρω ολόχαρα.

Αυτά λοιπόν, παιδί μου... ξαναείπε ο αστυνόμος στην ψυχοπαίδα, που την είχανε πάρει τώρα τα κλάματα και σκούπιζε τα μάτια της με την ποδιά της. — Αυτά, κυρ-αστυνόμε! Κακός άνθρωπος δεν μπορώ να το πω πως ήτανε ο αφέντης. Θα με κολάση ο Θεός! Κι' απ' τον καιρό που ταξίδευε, όλα τα καλά του κόσμου τάφερνε στην ψυχομάννα μου. Και στολίδια και διαμαντικά και τζοβαΐρια!

Ο Καπετάν-Πρέκας, βράδυ-βράδυ, έφυγε απ' το σπίτι τουόπως είπε μια ψυχοπαίδα, που είχανε στο σπίτιπαίρνοντας μαζί του το αρμίδι του και τα δολώματά του να πάη να ψαρέψη κάτω στο μώλο, καθώς έκανε χρόνια τώρα. — Απ' τη μέρα, που συχωρέθηκε η ψυχομάννα, πάνε τρεις μέρες τώραείπε η κοπέλλαδεν είχε βγη από το σπίτι. Εχθές είπε πως στενοχωρήθηκε μέσα στο σπίτι κ' έφυγε.