United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έστρεψα άπαξ έτι το βλέμμα προς την πρόσοψιν του παρεκκλησίου και εβάδισα μετά του Κ. Σπυράκη προς τον κατήφορον. — Κύριε Σπυράκη, ηρώτησα, τι είδους νέος ήτο ο δυστυχής αυτός Νίκος; — Πώς «τι είδους»; — Ήτο ξανθός, μαυρειδερός;... Επί τέλους, ωμοίαζε με κανένα από ημάς εδώ; Ο Κ. Σπυράκης εσκέφθη επ’ ολίγον προτού αποκριθή. — Μάλλον με τον Κύριον Μαιμάν παρά με σας ή εμέ.

Ο πατήρ αυτών εδώ, — και έδειξε τους δύο σταυρούς, — ήθελε, κατά την τάξιν, να πρωτονυμφεύση τον Μίχον, τον πρωτότοκον, ο δε Κύριος Μελέτης ενόμισεν ότι εξασφαλίζει την ευτυχίαν της θυγατρός του δίδων αυτήν κατά προτίμησιν εις τον επιστήμονα, τον ιατρόν! Ο Κ. Σπυράκης διέκοψε τον λόγον. Το συνήθως φαιδρόν πρόσωπόν του συνωφρυώθη.

Καθ' όλην την διάρκειαν της περιοδείας ουδ' επί στιγμήν με απεχωρίσθη Είχεν υποσχεθή εις την μητέρα μου να μ' επιβλέπη και προσέχη διαρκώς. Και να με αφήση τώρα μόνον! Και πού; Εις την κατηραμένην εκείνην οικίαν! Επί τέλους και μετά πολλά τον κατέπεισα, ότε ο Κ. Σπυράκης ηρώτησεν έξωθεν εάν είμεθα έτοιμοι. Ο Νίκος του ήνοιξε την θύραν και εισήλθε μετά του Κ. Μελέτη εντός του δωματίου.

Ο Κ. Σπυράκης εκτείνας την χείρα προς το ανοικτόν παράθυρον απεκρίθη: — Από το ακρωτήριον άντικρυ· ο δρόμος δύσκολος, αλλ' εις τον κατήφορον δεν παίρνει πολλήν ώραν. — Και πόσην ώραν θέλει επάνω από τα υψώματα, απ' εδώ έως την άκραν εκείνην; — Μίαν ώραν περίπου. — Καλά! Εάν το απόγευμα έχω διάθεσιν διά περίπατον, έρχομαι και σας ενταμώνω εκεί. Εις τας πέντε· όχι αργότερα.

Ηθέλησα να φωνάξω προς αυτούς, αλλ' η φωνή δεν εξήρχετο εκ του ασθμαίνοντος στήθους μου. Ο Νίκος έβλεπε το παρεκκλήσιον. Τι παρετήρει μετά τόσης προσοχής; Ήμεθα όλως διόλου πλησίον, ότε ο Κ. Σπυράκης ακούσας βήματα εστράφη προς ημάς και ήλθεν εις συνάντησίν μου. Έστρεψε και ο Νίκος την κεφαλήν, αλλά δεν εσάλευσε. Εξέτεινε την χείρα και με προσεκάλεσε σιωπηλώς να πλησιάσω. Επλησίασα.

Όποιος φθάση πρώτος περιμένει τους άλλους. — Σύμφωνοι, ανέκραξεν ο Νίκος. — Πώς λέγεται το μέρος, διά να ηξεύρω εάν χάσω τον δρόμον; — Θα σας δώσω οδηγόν, υπέλαβεν ο Κ. Μελέτης, εάν επιμένετε να υπάγετε έως εκεί. — Ευχαριστώ. Επιθυμώ πολύ να ίδω την θέαν από το ύψωμα εκείνο. — Φαίνεται ο κόσμος όλος απ' εκεί, είπε μετά θαυμασμού ο Κ. Σπυράκης. — Πώς λέγεται το μέρος; τον ηρώτησα και πάλιν.

Στραφείς προς τον Κ. Σπυράκην είπεν αίφνης, άνευ οιουδήποτε προοιμίου·Δεν μας λέγεις την ιστορίαν αυτού του παρεκκλησίου; Ο Κ. Σπυράκης προσεποιήθη ότι δεν ήκουσε και δεν απεκρίθη. Εννοών το αίτιον της σιωπής του, απέτεινα προς αυτόν τον λόγον. — Τον ηγάπα λοιπόν πολύ τον Νίκον η Κυρία Ελένη; ηρώτησα. Ο Κ. Σπυράκης με προσέβλεψεν έκπληκτος. — Πώς το γνωρίζετε; ηρώτησε.

Εκράτει εκ του σχοινίου το ζώον του, το οποίον έβοσκε μεταξύ των ακανθών επί της μικράς τριγώνου εκτάσεως της χωριζούσης το παρεκκλήσιον από το χείλος του κρημνού, το εκράτει δε σφικτά προσέχων μη το ζώον πλησιάση πέρα του δέοντος εις την άκραν. Ο Κ. Σπυράκης επανέλαβε τον λόγον· — Ο Μίχος είχεν έλθει από πρωίας εις τα κτήματα των εδώ πλησίον, όπισθεν του κρημνού.

Ο Κ. Σπυράκης υπεσχέθη ότι θα έλθη το πρωί να μας παραλάβη και συνοδεύση, καθώς συνεφωνήθη, διά να ίδωμεν τα αξιοπερίεργα της νήσου. Την θύραν μας ήνοιξε και πάλιν η γραία υπηρέτρια. Η Κυρία Σοφία δεν εφάνη, έτι δε ολιγώτερον η Κυρία Ελένη. Εις απάντησιν ερωτήσεως του Κ. Μελέτη, απορούντος δήθεν διά την μη εμφάνισίν των, η Μαρία τον επληροφόρησεν ότι αι κυρίαι εκοιμήθησαν.

Κυρ Σπυράκη, ανέκραξεν ο Παντελής χωρίς να εγερθή. Βλέπω τον καπνόν. — Δεν είναι ακόμη ώρα να φανή το ατμόπλοιον! — Το βοηθεί ο άνεμος, επρόσθεσεν ο Παντελής. Ο Κ. Σπυράκης, περικλείων τους οφθαλμούς διά των χειρών, παρετήρησε τον ορίζοντα, όπου οι ιδικοί μας αγύμναστοι οφθαλμοί δεν διέκρινον ούτε καπνόν, ούτε τίποτε. — Πραγματικώς! ανέκραξε.