United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν εζήτησα πλειοτέρας διασαφήσεις, αλλ' έκυψα σιωπηλώς την κεφαλήν. Ο Παππά-Σεραφείμ ενόησε την στενοχωρίαν μου και εξηκολούθησεν ως εξής·Επί τέλους και μετά πολλά έπεισα και τον Χρήστον και τους — ή μάλλον ταςπερί αυτόν, και απεφασίσθη να υπάγη εις Αθήνας. Ήθελε ν' αναχωρήση την επαύριον. Επέμεινα και επί τέλους κατώρθωσα να φύγη αμέσως, υποσχεθείς να τον συνοδεύσω.

Ήτον ποίημα εκ του προχείρου, αλλά ποίημα που δεν επέτυχε. Διά τούτο λοιπόν δεν με αρέσει. Ένα άλλο! Κάμε ένα άλλο, έστω και εις το πεζόν καθώς αυτό, αλλά διάφορον, πολύ διάφορον. Και να ιδής πως θα με αρέση. Έλα λοιπόν! — ανέκραξεν επί τέλους ανυπόμονος, ωθήσασα διά της μικράς αυτής χειρός τον βραχίονά μου, εφ' ου εστήριζον σιωπηλώς την ανόητον κεφαλήν μου.

Δεν είξευρεν αν έπρεπε ν' απαντήση &ναι ή όχι&. Αλλ' ο φιλόσοφος απεκόμισεν ήδη το συμπέρασμά του εκ της συνδιαλέξεως ταύτης, ήτις διεξήχθη μάλλον σιωπηλώς εκ μέρους της Αϊμάς, ότι δεν ηγάπα η νέα τον Μάχτον. Τω επήλθε δε τότε η ιδέα να τη είπη, ότι δεν την εβίαζε, και ήτο ελευθέρα να νυμφευθή τον Μάχτον ή άλλον τινά. Αλλ' ενταύθα τον εγκατέλιπε το θάρρος του. Αόρατον πρόσκομμα έκειτο εμποδών.

Ο ξένος δεν απήντησεν, αλλά σιωπηλώς εφαίνετο αποδοκιμάζων το σχέδιον τούτο. — Λοιπόν δεν γίνεται; επανέλαβεν. — Είνε πολύ δύσκολο. — Αλλ' ειμπορείς τουλάχιστον να την ανταμώσης ο ίδιος; — Γι' αυτό δεν ειξεύρω. Ίσως να ευρεθή τρόπος. — Και αν εις τούτο αποτύχης, ειμπορείς να μάθης δι' αυτήν από άλλα πρόσωπα; — Αυτό είνε το ευκολώτερο απ' όλα. — Και να της στείλης μίαν παραγγελίαν;

Έπειτα την έλαβεν από την χείρα σιωπηλώς, την παρετήρει με θαυμασμόν και επανελάμβανε το όνομά της ως να ήθελε να βεβαιώση εαυτόν ότι την είχεν επανεύρει, ότι ευρίσκετο πλησίον της. — Ω Λίγεια! Λίγεια!

Η Αϊμά δεν απήντησεν, αλλ' υπετάχθη σιωπηλώς. Έκλινε δε προς την δύσιν η ημέρα. Ότε επήλθεν η νυξ, τότε ο Πρωτόγυφτος τη λέγει·Σηκώσου τώρα. Είνε καιρός να πηγαίνωμε. Και η νέα υπήκουσε. Διήλθον πολλών μιλίων οδόν. Η Αϊμά εβάδιζε μετ' απιστεύτου καρτερίας. Άλλως δε είχεν αναπαυθή κατά τον τελευταίον σταθμόν, και η λιτή τροφή, ην έλαβε, τη απέδωκε τας δυνάμεις της. Ήτο δε βαθύ σκότος.

Δεν είναι περίεργον το πράγμα; με ηρώτησε ταπεινή τη φωνή ο Νίκος. Εκίνησα σιωπηλώς την κεφαλήν. Κατά την ώραν εκείνην ο πλειότερον συγκεκινημένος εκ των δύο ημών δεν ήτο βεβαίως ο εξάδελφος μου. Ενώπιον του πρωτοτύπου της επί του τοίχου εικόνος, εφαίνοντο διαλυθέντες οι προληπτικοί φόβοι του και εξήφθη η περιέργεια του, ενώ άλλαι σκέψεις εδέσμευον την ιδικήν μου.

Ενώ ο γέρων, με μειδίαμα εις τα χείλη δύσπιστον και οφθαλμούς ημικλείστους, έβλεπε τον ενωμοτάρχην ως διδάσκαλος, σιωπηλώς παρακολουθών τα δύσκολα ψελλίσματα του μαθητού του. Ο ενωμοτάρχης όμως εχειρίζετο μετά μεγάλης ευκολίας το όπλον, δεικνύων πόσον ήτο γνώριμος μ' αυτό.

Ούτω μετά πραότητος έκρινεν ο Ιησούς τον κριτήν Του. Εις τα βάθη της ψυχής του ο Πιλάτος ησθάνθη την αλήθειαν των λόγων, σιωπηλώς ανεγνώρισε την υπεροχήν του δεσμίου και του μεμωλωπισμένου θύματος. Παν ό,τι ανθρώπων έμενεν εν αυτώ ερρίγησεν ασύνηθες ρίγος προς τας ολίγας ταύτας αταράχους λέξεις του Υιού του Θεού.

Και ούτω, με καιούσας παρειάς και με συνεσταλμένας καρδίας, από του πρεσβυτέρου μέχρι του νεωτέρου, είς είς απήλθον σιωπηλώς. Εκείνος δεν ήθελε ν' αυξήση το αίσχος και την σύγχυσίν των με το να προσβλέπη και να επιτηρή αυτούς· δεν επεθύμει ν' αποκαλύψη περισσοτέραν γνώσιν εκ των ακαθάρτων μυστικών των καρδιών των. Έκυψε πάλιν κάτω και έγραφεν εις την γην.