United States or Nicaragua ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πριν ή τελειώση τον λόγον του ο Βράγγης, ο πρώτος των ιππέων ένευσε προς ένα των συντρόφων του. Ούτος έκαμε δύο βήματα με τον ίππον και εκτείνας τας χείρας προς τον Βράγγην. — Δος μοι αυτήν την μικράν, είπε. — Τι θέλετε; — Δος μοι την μικράν και πήγαινε τον δρόμον σου, γέρο. Ο Βράγγης κατελυπήθη, ιλιγγίασεν, ησθάνθη επιθυμίαν ν'αντισταθή. — Αλλ' είναι 'δική μου η μικρά, είπεν.

Ο Κ. Σπυράκης εκτείνας την χείρα προς το ανοικτόν παράθυρον απεκρίθη: — Από το ακρωτήριον άντικρυ· ο δρόμος δύσκολος, αλλ' εις τον κατήφορον δεν παίρνει πολλήν ώραν. — Και πόσην ώραν θέλει επάνω από τα υψώματα, απ' εδώ έως την άκραν εκείνην; — Μίαν ώραν περίπου. — Καλά! Εάν το απόγευμα έχω διάθεσιν διά περίπατον, έρχομαι και σας ενταμώνω εκεί. Εις τας πέντε· όχι αργότερα.

Ο Ποντίφηξ εκτείνας την αγίαν χείρα του ίνα ζητήση τον λόγον, ανήγγειλεν ότι την επιούσαν, ότε ήρχιζον αι τελεταί των Δεήσεων , ήθελεν αναθεματίσει τας ακρίδας εν επισήμω λιτανεία, εν τούτοις δε ανεθεμάτιζε τους μη αμέσως επιστρέφοντας εις τας οικίας των.

Τι κάνουν οι δικοί μας στην Αθήνα; Να σου πω την επεθύμησα την Αθήνα μας. Έπειτα, εκτείνας την παλάμην προς τον συμπατριώτην, του είπε: — Δος μου τώρα μια δεκάρα! — Δεν έχω ψιλά, καϋμένε. Έπειτα. — Α! στο διάολο λοιπόν, μπαγάσα! Κατά την τελευταίαν επανάστασιν, εγνώρισα εις την Κρήτην ένα Αθηναίον κουτσαβάκην.

Έπειτα έτρεξεν εις το άκρον του κήπου και διευθύνας το όπλον του κατά του Μανώλη, όστις απεμακρύνετο την στιγμήν εκείνην από το οχύρωμά του, είλκυσε την σκανδάλην. Αλλ' αντί πυροβολισμού, ηκούσθη ο κωμικός κρότος της αποτυχίας, εις τον οποίον απήντησεν ο Μανώλης εκτείνας την παλάμην ανοικτήν προς τον Στρατήν.

Πέτε μας τα ονόματά σας! — Ημείς είμαστε... ήρχισεν ο μπάρμπα-Στεφανής, και συγχρόνως διά του βλέμματος εσυμβουλεύετο τον παπάν. — Μπα! αυτή είνε η φωνή του αδερφού μου, ανέκραξεν ο Βασίλης της Μυλωνούς. Και είτα εκτείνας την φωνήν·Αργύρη! εγώ είμαι!... εφώναξε. — Τόσο καλλίτερα...μας έβγαλαν κι' από έναν κόπο, εψιθύρισεν ο ιερεύς.

Όταν ο Δαυίδ, ο τύπος των αληθώς μετανοούντων, έκραζε μετά μεγάλης συντριβής, «Ήμαρτον εναντίον Κυρίου», ο Νάθαν ηδυνήθη να διαβιβάση εν ακαρεί εις αυτόν την παρά του Θεού άφεσιν: «Κύριος αφείλε την αμαρτίαν σου· ου μη αποθάνης». Πάραυτα εκτείνας την χείρα, ο Κύριος έψαυσε το λεπρόν, και ούτος εκαθαρίσθη.

Διηυκόλυνεν εις τους δημίους το έργον των, εκτείνας ο ίδιος τους βραχίονας επί του σταυρού και τους οφθαλμούς ανατείνων εις τον ουρανόν, ήρχισε να προσεύχεται διαπύρως. Έβλεπε πέριξ του όλους επί των σταυρών. Προ του φρικιαστικού εκείνου δάσους των σταυρών, τα εξηπλωμένα σώματα, η σιγή εκείνη η νεκρική, αι φαιδραί κραυγαί του λαού εσίγησαν αιφνιδίως.