United States or Angola ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κρατιέται απ' το μαντήλι του, μαγεύεται, λιγώνει, Του ρίχνει ολόγλυκειαις ματιαίς κι' από κρυφά του λέει: — Πίσω απ' τον ήλιο, Μήτρο, ας πάη της μάνας μου το τάμμα, Ας ζήση αυτή μονάχη της, κ' εγώ με σέν' αντάμα.

Ενώ δε διήρχετο υπό το παράθυρον, τον ήκουσε να λέγη προς την Πηγήν. — Άνε σε πιάσω και σέν' απού την πλεξούδα! ... Ο ημίονος του Σαϊτονικολή ήτο τυχερός, διότι είχε λήξει η συνεργασία του με τον Μανώλην, άλλως την ημέραν εκείνην θα διήρχετο τας πλέον δυσαρέστους στιγμάς της ζωής του.

Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Ναι, τούτ' όσ' είπες, ω θεά, λάθος ποσώς δεν έχουν· αλλ' η ψυχή μου μεριμνά 'ς τ' ανήσυχά μου στήθη το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήσω μόνος, και πάντοτ' είναι αυτοίτο δώμα συναγμένοι. 40 και άλλο τι μεγαλήτερο μεριμνά μέσα ο νους μου· με του Διός την δύναμι και σέν' αν τους φονεύσω, πού θαύρω εγώ καταφυγή; να το σκεφθής ζητώ σε».

Κ' η άλλαις έμεναν εκεί ψυχαίς των πεθαμένων περίλυπαις, και η καθεμιά τον πόνο της μ' ερώτα, μόνη του Αίαντα η ψυχή, του Τελαμωνιάδη, έστεκε ανάμερα πολύ• την χόλιαζεν η νίκη, 'πουτα καράβια νίκησατην κρίσι των αρμάτων 545 του Αχιλλέα, 'που η σεπτή μητέρα του είχε στήσει, και Τρωαδίταις έκριναν και η Παλλάδ' Αθήνη. για τέτοιο κέρδος άμποτε να μην είχα νικήσει! αφού για κείνα εσκέπασεν η γη παρόμοιον άνδρα, τον Αίαντα, 'που εις την μορφήν θα ενίκα και εις τα έργα 550 τους Δαναούς, αν έλειπεν ο ασύγκριτος Πηλείδης. «Αίαντα Τελαμώνιετου 'πα γλυκομιλώνταςουδέ νεκρός δεν έμελλες το πάθος ν' αστοχήσης, 'πώχειςεμέ για τ' άρματα τα τρισκαταραμένα; Αχ! οι θεοί φθοροποιά τα έκαμαν των Αργείων. 555 πύργος τους ήσουν σ' έχασαν και οι Αχαιοί σε κλαίμε ολοκαιρής ως κλαίουμε τον θείον Αχιλλέα. κ' αίτιος δεν είναι του κακού κανείς αλλ' είν' ο Δίας, 'που φοβερά των Δαναών το λογχοφόρον πλήθος, ωργίσθη, και σέν' έδωκε την μοίρα του θανάτου. 560 αλλ' έλα, κύριε, σίμωσε, τους λόγους μου να πάρης, και την οργή σου δάμασετο στήθος το γενναίο».

Αυτά' 'πε και ο Ευρύμαχος βαρύτερα εχολώθη, και άγρια κυττώντας είπε του με λόγια πτερωμένα• «Άθλιε, θα πάθης απ' εμέ γι' αυτά 'που λέγεις τώραάνδραις πολλούς ανάμεσα και δε σεν πιάνει φόβος. 390 ή το κρασί σ' εμώρανε ή πάντοτ' είναι ο νους σου ως είναι τώρα, και γι' αυτό λόγια πετάς χαμένα. ή επαίρεσ' ότι ενίκησες τον ψωμοζήτην Ίρο