United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σαν μας είδε, εγέλασε βαθειά μέσ' στον λαιμό του κ' εφώναξεν: — Ωρέ, δεν μου φορτώνεσαι κάλλιο κειό τον ψόφιο γάδαρο, για να κερδαίσης καν τα πέταλά του, μόνο σκομαχάς έτσι στα χαμένα για να πας την λοιμική στο σπίτι σου; Εγώ δεν απηλογήθηκα γιατί, καταλαμβάνεις, αναπνοή για χωρατά δεν μ' επερίσσευε. Μα η μητέρα, την ξεύρεις την μητέρα. Του εδιάβασε τον εξάψαλμο για την απονιά του!

Τότε είδον στρατιάν ερώτων, διευθυνομένην προς του άνθους τα πέταλα. Επλησίασεν ο πρώτος και το άνθος ηρυθρίασε, είδον δε διά των πετάλων αυτού να ρεύση θαλερόν δάκρυ. Και είδον να παρέρχεται ο πρώτος και να διέρχεται ο δεύτερος. Και ο τρίτος κατόπιν, και ολόκληρος η στρατιά. Αλλά δεν είδον πλέον ούτε ερύθυμα, ούτε δάκρυ. Προσήγγισε και ο τελευταίος.

Ο Λάσκαρης, φαρμακωμένης ώρας βασιλιάς, φεύγει μακριά συνεπαίρνοντας του έθνους την ελπίδα, την αθάνατη σπορά που θα γυρίση πάλι μιαν ημέρα θεριεμένος εκδικητής· Και ο καταχτητής, Φράγκοι και Βενετσάνοι και Γερμανοί αδέσποτοι, σαν το αψύ πουλάρι που τσαλαπατεί αναίσθητο με τα πέταλά του τ' αβρά λούλουδα, χύνονται απάνω της βίας και αδικίας και φόνου αχόρταγοι.

Τ' άλογα περπατούσαν κουρασμένα γλυστρώντας στα φύλλα, αφίνοντας τα πέταλά τους φωτιές και σπίθες στα στουρνάρια και στα χαλίκια, οι στρατοκόποι άλλοι πεζοί κι άλλοι καβάλλα βουβοί, αμίλητοι τραβούσαν πάντα μπροστά, κουρασμένοι, με πένθιμη όψη.

Του ήταν αγαπητό το άρωμα χωραφιού φασουλιών κατάβραδα κι ο μυρωδάτος νάρδος που φύτρωνε στα βουναλάκια της Συρίας και το φρέσκο πράσινο θυμάρι, η μαγεία του κρασοπότηρου. Τα πόδια της αγάπης του σαν περπατούσε στο περιβόλι ήταν σαν κρίνα στοιβασμένα πάνω σε κρίνα. Πιο απαλά από τα πέταλα της υπναρούς παπαρούνας ήταν τα χείλη της, πιο μαλακά από τις βιολέττες και σαν τις βιολέττες μυρωμένα.

Τούτον λύσαντες οι δραπέται και περιτυλίξαντες προς αποφυγήν θορύβου τα πέταλά του διά στυπίου, ως οι πειραταί τας κώπας των ακατίων, εξήλθον των τειχών της μακάριας εκείνης Μονής, τρέμοντες μη ο σύντροφος αυτών εξυπνίση διά της φωνής του τους ζώντας, ως εξήγειρε προ επταετίας τους νεκρούς εκ των μνημείων. But the fact is that I haνe nothing plan’d Unless it were to be a moment merry.

Εάν κατά την νύκτα εκείνην ηδύνασο να ερωτήσης το άνθος διά της γλώσσης του, ή εάν η ακοή σου δεν ήτο τοσούτον πεπερασμένη, ή εάν προς στιγμήν ηδύνασο να περιβάλης το άπειρον διά των ώτων σου και να κύψης παρά τα φρίσσοντα πέταλα του διανοιγομένου κάλυκος, θα ήκουες μίαν αλήθειαν άγνωστον και μεγάλην, μάγον και καταπλήττουσαν αλήθειαν, ήτις θ' απεκάλυπτεν ενώπιον του εσκοτισμένου από τα ταπεινά πάθη πνεύματός σου, νέον κόσμον πεποιθήσεων και ιδεών, και θα επαρουσίαζεν ενώπιόν σου την πλάσιν, όπως την ηννόησεν ο δημιουργός αυτής, και ουχί όπως ο άνθρωπος την αντελήφθη.

Εις τα πόδια του ανδριάντος, είπεν ο Ευκράτης, ήσαν ριμμένοι πολλοί οβολοί και άλλα νομίσματα μεταξύ των οποίων και αργυρά ήσαν κολλημένα με κερί εις τον μηρόν του και πέταλα εξ αργύρου, αφιερώματα είτε διά παράκλησιν είτε ως ευχαριστία διά θεραπείαν πυρετού. Είχομεν δε τότε ένα Αφρικανόν δούλον, αχρειέστατον, ο οποίος εχρησίμευεν ως ιπποκόμος.

Σεΐζη, σιάσε τ' άλογο,... πάρε καλίγωσέτο,... Βάλτ' ασημένια πέταλα, καρφιά μαλαμματένια, Βάλτου περίσσια την ταή, τη μεταξένια σέλλα, Και τα βαρηά τα φάλαρα, τι θάγω μοναχός μου. — Πού θε να πας, αφέντη μου, με τέτοιο κακοκαίρι; Η μέρα παίρνει να σωθή κ' έρχεται η μαύρη νύχτα, Ο κάμπος όλος έκλεισε και τα βουνά χιονίζουν.

Καταλιπόντες τους λόφους τους κυκλικώς περιβάλλοντας την μικράν πόλιν, ωσάν πέταλα ανοίγοντος ρόδου, κατά την ωραίαν παρομοίωσιν του Ιερεμίου, κατήλθον διά της στενής και υπό ανθέων περιχειλιζομένης ατραπού, ήτις άγει εις την μεγάλην κοιλάδα του Ιεσραέλ.