United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η μορφή ήτις μου εφαίνετο παρεστώσα εκεί, η φέρουσα την αγνότητα εις τα όμματα τα κάτω νεύοντα, και τον γλυκασμόν περί τα χείλη τα αβρά και μελιχρά, μου εφάνη ότι αντήλλασσε νεύματα με την εικόνα της Αγίας. Μου εφάνη ότι τα χείλη της εψιθύριζον ικεσίαν, και το βλέμμα της εικόνος ένευε συγκατάθεσιν . . . Ύπνος τότε με κατέλαβεν, εις το στασείδιον όπου εκαθήμην.

Α! δεν έπνεεν εκεί αήρ πρόσφορος διά τα άνθη τα αβρά, κ' εκεί αύτη θα εμαραίνετο εις ένα μήνα, αν ετόλμων βέβηλοι χείρες να την μεταφυτεύσωσιν. Η γάστρα ήτο αλαβαστρίνη, το φυτόν ήτο εύθραστον και το άνθος απέπνεε λεπτήν ευωδίαν, ήτις δεν ήτο διά βαναύσους ρώθωνας.

Από κακήν στέγην δεν εκρημνίσθη οίκος· από κακόν θεμέλιον εκρημνίσθη. Είσελθε εις το μέγαρον τούτο και άκουσε. Και εισέρχομαι εις πλούσιον οίκον. Ο πατήρ εκάθητο προ του γραφείου του, έναντι δε αυτού ίστατο κόρη αβρά με οφθαλμούς δακρυβρέκτους. Και έλεγεν εν οργή ο πατήρ προς την κόρην: — Για να σου ειπώ, κυρά εσύ!

Πε μου πού θα παντρευτώ! Πε μου πού θα παντρευτώ! Αι φιλενάδες της εκείναι, ψημέναι αυτόχρημα υπό του ηλίου και ξυλιασμέναι υπό της σκληραγωγίας, ελάμβανον πολλάκις τα αβρά της χεράκια εις τα 'δικά των και τα παρετήρουν ως θαυμάσια καλλιτεχνήματα: — Θε μου, η ασπριγιά σου, Μαρούλι! Τινές όμως εξ αυτών ενδομύχως δεν την εχώνευον, το μεν ζηλοτυπούσαι, το δε και μη υποφέρουσαι την έπαρσίν της.

Ομοίως, αν ένα αθλητήν από τους δυνατούς εκείνους, οι οποίοι φαίνονται ως καμωμένοι από πρίνον, ενδύσετε με πολυτελή και αβρά ενδύματα και τον στολίσετε με άλλα πορνικά στολίδια και του ψιμυθιώσετε το πρόσωπον, θα τον κάμετε γελοίον και επαίσχυντον.

Ουδόλως δ' υπελόγιζε τον κόπον της ημέρας εκείνης, εξ ου επόνεσαν τα αβρά δάκτυλά της, απέναντι της δειλής χαράς, ήτις σιγά-σιγά εβόμβει εις τα ώτα της ως μακρυνόν άσμα αναγγέλλον την παύσιν των δεινών της.

Οι ναοί ούτοι έχουν και άδυτον και μαντείον, όπου προΐσταται και προφητεύει ο ονειροκρίτης Αντιφών, ο οποίος έλαβε παρά του Ύπνου αυτήν την τιμήν. Των δε ονείρων ούτε η φύσις ούτε η μορφή είνε η ιδία• αλλ' άλλα μεν ήσαν μακρά και αβρά και ωραία την όψιν, άλλα δε σκληρά και μικρά και άσχημα• άλλα χρυσά, ως εφαίνοντο, άλλα δε ταπεινά και ευτελή.

Είνε αληθές ότι αφ' ότου επρόσεξεν εις την κόρην της χήρας, τα λευκά και αβρά θέλγητρα της Μαργής εξήσκουν άλλου είδους γοητείαν εις την ψυχήν του ημιαγρίου εφήβου και όταν την έβλεπε τον ώθει αγρία ορμή να την περιβάλη με τους ρωμαλέους βραχίονάς του και να λυώση εις την λαύραν των πόθων του την μικροκαμωμένην και γαλακτώδη εκείνην ξανθήν.

Ποιος άνθρωπος, ποιος βάρβαρος θα μπορούσε να μη συγκινηθή από τέτοια δάκρυα; Φροντίζει αμέσως να σφουγγίση τα δάκρυα αυτά που τάβρισκε τόσο ώμορφα, κι' η αξιολάτρευτη βοσκοπούλα φροντίζει κι' εκείνη συγχρόνως να τον ευχαριστήση για την αβρά εκδούλευσί του, αλλά μ' ένα τρόπο τόσο χαριτωμένο, με μια τόση τρυφερότητα, με μια τόση περιπάθεια, που ο βοσκός δεν μπορεί πλέον ν' αντισταθή.

Σημειωτέον ότι την ημέραν ταύτην εξέλεξεν η αβρά πρόνοια της Κυρίας Σουσαμάκη, καθότι την κυριακήν εκείνην συνέπιπτε η επέτειος της εορτής του νεαρού της συζύγου — ο Σουσαμάκης εκαλείτο Ορέστηςκαι η νεόνυμφος Πασιφάη εσκέφθη, ότι προσφυέστατον ήτο να πανηγυρισθώσι διά του αυτού χορού και διά του αυτού κυπέλλου τεΐου ο τε γάμος της και η εορτή του συμβίου της.