United States or Aruba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να το, βάρ' του!... εφώναζεν ένας με τον άλλον, κινώντας χέρια και πόδια στον καπετάνιο. Κ' εκείνος με το ντουφέκι στο χέρι με τα μαλλιά ορθά, τα μουστάκια άγρια, το πρόσωπο αναμένο, έτρεχεν από πρύμνη σε πλώρη βιαστικός, άγρυπνος, κυτάζοντας περίγυρα με γουρλωμένα μάτια, λέγεις κ' έρχονταν να πατήσουν κουρσάροι το πλεούμενο. Αλλά το πουλί ήξευρε πολλά παιγνίδια.

Ε! από το βαπόρι! φωνάζαμε όλοι, αλλά ο αγέρας έπαιρνε προς τα κάτω της φωναίς μας. Ούτε ξεχώριζαν διόλου από την βοή του βοριά. Την καμπάνα! την καμπάνα! Ακούμε τότε μια φωνή, και αμέσως ακούμε και την καμπάνα που εβούιζεν άγρια ς' την πλώρη μας σαν σε λείψανο. Απάνω ς' το χτύπημα της καμπάνας ακούμε και δυνατό σφύριγμα, σφύριγμα μηχανής. Κ' ένα ξεθύμασμα βαθύ κατόπιν.

Μόλις ο καραβοκύρης ετελείωσε ταύτα τα λόγια, και ιδού βλέπομεν πλήθος από εκείνα τα ανθρωπόμορφα άγρια ζώα που τρέχουν κολυμβώντας, και περικυκλώνοντας το καράβι εκόλλησαν και ανέβησαν επάνω με τόσην ευκολίαν, ωσάν οι μαϊμούδες· μας ωμίλησαν βλέποντάς μας, αλλ' ημείς δεν εκαταλάβαμε την γλώσσαν και ομιλίαν των· εν τω άμα έκοψαν τα σχοινία του καραβιού, που το είχαμε δεμένον από την άγκυραν, και πλησιάζοντας το καράβι εις την ξηράν μας έβγαλαν έξω.

Μα αχώριστοι κι' οι Δαναοί βαστούνε, κι' άγρια αντάρα σηκώσανε οι στρατοί κι' οι διο, κι' οχ τις χορδές πηδούσαν σαΐτες, κι' οχ τις δυνατές τα στεριοφράξα χούφτες άλλα σε σάρκες μπήγουνταν αντρών παλικαράδων, 315 όμως πολλά και πέφτανεπριν άσπρο κριάς αγγίξουνστη μέση χάμου, αθρώπινη σάρκα να φαν διψώντας.

Μα τα σκυλιά, που φυλάνε τα πρόβατα και τα γίδια από πίσω ακολουθώντας, καθώς έψαχναν με τη μύτη, όπως συνηθίζουν τα σκυλιά, μόλις ανακάλυψαν το Δόρκωνα που σάλευε για να επιτεθή του κοριτσιού, αφού εγαύγισαν άγρια, εχύμιξαν απάνω σε λύκο και σαν τον ετριγύρισαν, προτού να σηκωθή καθόλου από τη σαστισμάρα του, δάγκωναν το τομάρι.

Τότε λοιπόν μόνον των πεζών το κυνήγιον και η παγίδευσις μένει εις τους αθλητάς, μεταξύ υμών, από τα οποία πάλιν το κυνήγιον των μεν κοιμωμένων επιτοπίως, το οποίον ωνομάσθη νυκτέρι, και είναι έργον των αργών ανθρώπων, δεν είναι άξιον επαίνου, ούτε εκείνο που έχει διαλείμματα των κοπώσεων, και γίνεται με δόκανα και με παγίδας και όχι ενώ νικάται με την φιλόπονον ψυχήν η αγρία ρωμαλεότης των θηρίων.

Κι' η Αθηνά δεν έβγαλε μια λέξη, μον σωπούσε, κι' άγρια ας την έπιανε ο θυμός σκασμένη με το Δία· 460 μα απ' το θυμό ξεχείλισε η Ήρα και του κάνει «Τι είναι που κάθεσαι και λες, γιε φοβερέ του Κρόνου; Καλά το ξέρουμε κι' εμείς, αντριά αχαμνή δεν έχεις· όμως μας καιν τα σπλάχνα μας των Αχαιών τα πάθια, που θάχουν σαν κακά στερνά κι' ίσως χαθούν στα ξένα465

Εάν λοιπόν παλαιόθενδιότι ευκολώτερα θ' αποδειχθή ούτω εάν εγώ κακώς έπραξα να σχηματίσω το ανθρώπινον γένοςεάν υπήρχε μόνον το θείον και επουράνιον γένος, η δε γη ήτο εις αγρίαν και άμορφον κατάστασιν, κατεχομένη όλη από δάση άγρια, ούτε βωμοί, ούτε ναοί θεών υπήρχονκαι πώς ηδύναντο να υπάρχουν;— ούτε αγάλματα ή ξόανα ή άλλο τι τοιούτον, εξ εκείνων τα οποία, πολυάριθμα φαίνονται τώρα παντού και μετά τόσης φροντίδος τιμώνται.

«Ωιμέ, και τι θα πάθω, τι μου μέλλεταιτο τέλος; 465 κ' εάν την άγρια νυκτιά περάσωτο ποτάμι, η πάχνη μήπως η κακή και η μαλακή δροσία μ' απονεκρώσουν την ψυχή, 'που 'ναι μισοσβυμμένη• και αύρα ψυχρή το χάραμμα απ' το ποτάμι πνέει. και αν πάλι εις ράχιν αναιβώ, καιτον κατάσκιο λόγγο 470 αναπαυθώ μες τα πυκνά δενδρούλια, αν ξεκρυώσω, και ξεκουράσω, και γλυκός ο ύπνος με νικήση, θεριά φοβούμαι μη μ' ευρούν και με κατασπαράξουν».

Εφαντάζετο ότι βλέπει τον δυστυχή της καλύβης κάτοικον, καθώς τον είδε τότε καθήμενον κατά γης εις την σκιάν μιας κέδρου, καθαρίζοντα χόρτα άγρια εντός της πηλίνης χύτρας του και στρέφοντα μετ' απορίας την κεφαλήν προς τον μικρόν ρασοφόρον.