Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Α δεν είταν από τα ρούχα της, α δεν είταν από το σφιγμένο μικρό, πού να το φανταστώ πως ο ματοκυλισμένος εκείνος κι ο χωματιασμένος ο βώλος είταν — η γυναικούλα μου! Καιρό δεν είχα για κλάψες και για μυρολόγια. Πέτρα μ' έκαμε η νύχτα που πέρασα. Ο Θεός με λυπήθηκε, και βρέθηκε ένας λάκκος κοντά μου. Τονε μεγάλωσα μ' ό,τι κούτσουρα βρήκα.

Αλλοίμονο, επανάλαβε ο Αγαθούλης, θυμούμαι, πως έχω ακούσει να λέη ο διδάσκαλος Παγγλώσης, ότι τον παλιό καιρό παρόμοια γεγονότα έχουνε γίνει και οι τέτοιες μίξεις γεννήσανε τους αιγιπάνες, τους φαύνους, τους σατύρους, που πολλοί μεγάλοι άντρες της αρχαιότητας τους είχανε δει. Μα τα νόμιζα όλ' αυτά παραμύθια.

Ξέρετε, αγαπητέ μου Αγαθούλη, πως ήμουν υπερβολικά ωραίος· έγινα ακόμη περισσότερο· έτσι ο αιδεσιμώτατος πατήρ Κρουστ, ο ηγούμενος, αισθάνθηκε για μένα την τρυφερότερη φιλία· μούδωσε το ένδυμα του δοκίμου· μετά λίγον καιρό με στείλανε στη Ρώμη.

Ο Φιλόθεος είχε γραμματαλλαγή με τους Βενετζιάνους, να το βαρέσουνε λευθερόνοντας το σκλαβωμένο γένος μας και αγροικόταν με τους Καπεταναίους και δεσποτάδες της Ρούμελης. Κατά καιρό που κατέβηκε η αρμάδα στα νησιά, ούλη η Ρούμελη εδούλεψε σπαθί, και εκλάδεψαν πάσα ψυχή αλλόπιστων αγαρηνών.

Στο «Εργατικό Κέντρο» τον Βόλου, πρώτα πρώτα, γίνανε διάλεξες για το νέο δράμα, και διαβάστηκε τούτο μπροστά στους εργάτες, και κατόπι πολλές φορές παίχτηκε από τη σκηνή εκεί, στην Αθήνα και σ' άλλα μέρη της Ελλάδας. Ο θίασος μάλιστα του τωρινού διευθυντή του Θεάτρου του Ωδείου κ. Θωμά Οικονόμου, φροντισμένα δίδαξε το δράμα τον καιρό της περιοδείας του στην Αίγυπτο.

Και μήπως η Αίγυπτος, το Μισήρι που λένε, δεν είνε βασίλειο, καθώς τα άλλα; — Δεν ξέρω, είπεν ο Θευδάς εν αμηχανία. — Αν δεν το ξέρης να πας να το μάθης. Κρίμα που συναναστρέφεσαι τόσον καιρό ένα φιλόσοφο άνθρωπο, σαν τον αφέντη σου! Και να μη ξέρης ότι η Αίγυπτος είνε βασίλειο, και έχει και αρμάδαις! — Δεν τώξερα τόσον καιρό, και να με συγχωρής, είπεν ο Θευδάς.

Είναι αλήθεια πως αναγκάστηκε να καθίση ήσυχος μερικόν καιρό, τότες που ο Κωσταντίνος βγήκε σε πόλεμο, και χτυπήσαντας Γότθους και Σαρμάτες, τους πρώτους τους χριστιάνεψε μέγα μέρος, κι από τους δεύτερους αφήκε ως τρακόσες χιλιάδες και κατοικήσανε σε διάφορους τόπους του βασιλείου.

Για ιδές καιρό που εδιάλεξεν ο χάρος να με πάρει Τώρα π' ανθίζουν τα κλαριά, που βγάζ' η γη χορτάρι!

Κι απάνω στα ράφια μαύριζαν λίγες φυλλάδες η μια απάνω στην άλλη, σκεπασμένες με παχιά σκόνη ποιος ξέρει από τι καιρό, ένα μπρούζινο καλαμάρι μικρό και μια μαύρη παλιά καλογερική σκούφια. Ύστερ' από το δείπνο, πούταν λιάνωμα, ψημμένο βετούλι, βγήκαμε κ' εμείς στην αυλή όξω.

Μήτε κουκούτσι ουσία δεν έκρυβαν τατέλειωτα λόγια τους. Και καθώς όταν πήγαιναν τότες οι Έλληνες στα Μαντεία, δε ρωτούσαν πια για πολέμους και για νίκες, παρά για γάμους και για προικιά, έτσι κι όταν άκουγαν την ανούσια εκείνη ρητορική, βρίσκανε στο τέλος άδειο και το πουγγί τους από χρήματα, και το κεφάλι τους από κάθε ιδέα. Το κακό είταν αρχινημένο από καιρό.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν