Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
Για να ξέρη, κανείς καλά μια γλώσσα που δε μιλιέται, χρειάζουνται ανύπαρχτα περιστατικά· πρέπει να γεννηθή στον καιρό που μιλιούνταν ακόμη αφτή η γλώσσα.
Τα λόγια σου είνε για μένα όπως στους προγόνους μας της Πυθίας τα λόγια. Λέγε μου να ζήσης. — Το σπίτι μου τώρα είνε περιττό· και το σπίτι και το κλήμα του. Έμειν' έρμο εκεί πάνου και θα χαλάση με τον καιρό. Δεν το δέχεται τάχα ο Κουρδουκέφαλος και να ξόφληση το χρέος; — Τι λες, Ελπίδα! φώναξε ο νέος σφαλώντας ανάλαφρα με τα δάχτυλα του τα χείλη της. Όχι τέτοια θυσία· δεν τη δέχουμαι.
ΚΟΒΙΕΛ Από τον καιρό που εγνώρισα το μακαρίτη τον πατέρα σας, τον έντιμον αριστοκράτη, καθώς σας είπα, εταξείδεψα σ' όλο τον κόσμο. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Σ' όλο τον κόσμο; ΚΟΒΙΕΛ Μάλιστα. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Υποθέτω πως θα είνε πολύ μακριά αυτός ο τόπος. ΚΟΒΙΕΛ Και βέβαια.
Ελπίζω να μάθη, να διαβάση, και να μιλή μόνο για όσα διάβασε. Εκείνος θα μας διαβάζη κατόπι και θα μας κρίνη. Ίσως όχι εκείνος ακόμη. Μου φάνηκε σα λιγάκι δασκαλεμένος. Μα θα καταλάβη κατόπι, και θα μας διαβάζουν τα παιδιά του. Θέλουμε καιρό να ξεσκουριάση το έθνος. Μας αφάνισαν οι δασκάλοι. Θαφανιστούν όμως κι αφτοί καμιά μέρα. Καμιά μέρα τα εγγόνια μας θα γελούν που ακούαμε τους δασκάλους.
Εδώ και λίγο καιρό έχω συνέχεια πονοκέφαλο και ο πόνος και η αγρύπνια με κατάντησαν έτσι, χούφταλο, καμπούρα, λες και με ρούφηξε ο βρικόλακας.» «Είναι δίκαιο!», σκέφτηκε ο Έφις, αλλά δεν το είπε. «Είναι ένας διαολεμένος πόνος, ο πονοκέφαλος, Έφις μου.
Έναν καιρό θυμούνταν Βολές βολές 'στό σκάρο τους τα περασμένα χρόνια Κ' έλεγαν της Τζαβέλενας, του Μάρκου τα τραγούδια, Και τα κλαριά, ανετρίχιζαν, δακρύζαν αίμα οι βράχοι Πέρα και γύρου όπ' άκουγαν για τους παλιούς των φίλους.
Γιατί γνωρίζω καθαρά σαν πόσην έχεις θλίψι, Οχ τον καιρό, κι' οχ τη στιμη, που ο φίλο σου έχει λήψει. Και το μετρώ οχ του λόγου μου, με της καρδιάς μου κρίσι, Οπού δεν ίδα πλιο καλό αφόντης σ' έχω αφήση. Δε νιόθω της ημέραις μου, και τι καιρός διαβαίνει, Χώρια 'ς της πίκρας τον ποσό, οπού όσο πάει, πληθαίνει.
Θέρος ήταν κι' ο Ζίνζιρας όλος Σ' της φωνής του το μέριμνο μόνο, Μες τον ίσκιο των δένδρων κρυμμένος· Τον καιρό του διαβαίνει λαλόντας. Το φιλόπονο ωστόσο Μυρμήγκι, Με δουλιάς συγκρατούμενης κόπο, Μέρα νύχτα στιμή δε σιγάει Στη φωλιά του θροφαίς να συνάζη. Το γλυκό καλοκαίρι σκολνάει, Και μαζί του ημερών η γαλήνη· Αρχινάν η βροχαίς κι' οι ανέμοι, Το χειμώνα κοντά προμηνόντας,
« Μες' των Αγράφων τα βουνά » Βρισκόμουν, και μαθαίνω » Το θάνατό σου το σκληρό. » Τότε καιρό δε χάνω· » Πετάω 'σάν την αστραπή » Απ' τα βουνά απάνω, » Και φθάνω κάτω 'ς τη Γραβιά » Και μες 'ςτό χάνι 'μπαίνω.»
— Το σύνορο είνε μες τη μέση, ανάμεσα στον δεύτερο και στον τρίτο βράχο, εκεί που βαθουλαίνει ο τόπος, διετείνετο ο άλλος χωρικός· φαίνεται ακόμη που ήτον, τον παλαιόν καιρό, αποσκαφή.... — Κοδζάμ-βράχος, αντέκρουσεν ο πρώτος, κ' εγώ θα πάω να γυρέψω ναυρώ την αποσκαφή, για να την κάμω σύνορό μου;....
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν