United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παραπέρα έβλεπα τη μεριά, που για πρώτη φορά είπα «σ' αγαπώ» στην ώμορφη γειτονοπούλα μου. Μ' ένα λόγο, έβλεπα τόσα, που δε μπορούν να μπούνε σ' αυτό εδώ για το χαρτί. Νειάτα σπαρμένα καταγής, σα λουλούδια απριλιάτικα, σαν άνθια μαγιάτικα, σαν τριαντάφυλλα μοσκομυρωδάτα.

Οι πεθαμμένοι τρώνε κόλλυβα, εγώ το ξέρω, προσέθηκε το Καλλιοπώ, η δωδεκαέτις μικρά αδελφή της· και γι' αυτό, ημείς στο σπίτι όσα κόλλυβα μας φέρουνε, όλα τα μοιράζουμε ςτους φτωχούς και στα παιδιά τα γειτονόπουλα, για να έχη η μάννα μας, η φτωχή, να φάη ςτον άλλον κόσμο... — Σιωπή, Καλλιοπώ! είπεν ο ιερεύς, θέλων να κρύψη την συγκίνησίν του.

Ήμουν ακόμη άρρωστος και με φοβερή εξάντληση. Έβγαινα λίγο, αλλά και δεν πήγαινα μακριά 'πό το σπίτι μας. Μια μέρα στο μέρος 'κείνο συνάντησε μια γειτονοπούλα μας, ένα πολύ νέο κορίτσι, και το ρώτησε για μένα. — Το ίδιο είνε, είπε το κορίτσι. Κάθα μέρα τόνε τινάσει και δεν απόμεινε ο εμισός. Ανέγνωρο γίνηκε το κακορρίζικο απού την αδυναμία. — Κείντα λένε πως έχει; — Χτικιό 'κουσα πως έχει.

Τράβηξε το κρασί και κίνησε να φύγη, ξαναλέγοντας: — «Και του χρόνου τα Χριστούγεννα... και του χρόνου με τον άντρα σου εσύ, με τον πατέρα σου και με μια καλή νύφη εσύ... εκείνη ντε με τα κατσαρά μαλλιά.... τη γειτονοπούλα που ξέρεις....

Είχε χαρίσει το σπιτάκι της, νεόκτιστον, πενιχρόν, εις μίαν γειτονοπούλαν, προς την οποίαν εσυμπάθησε, χωρίς να γνωρίζη διατί. Με την δωρεάν ταύτην ως προίκα υπανδρεύθη η πτωχή γειτονοπούλα. Η Σειραϊνώ είχε ξεχειμωνιάσει δυο χρονιές εις το μισοχαλασμένον σπίτι της Σκωριανίνας, της μακαρίτισσας. Το σπίτι είχε πράγματι δύο λιθίνους τοίχους, ένα ξυλότοιχον και μισήν στέγην, ανοικτόν, χωρίς χώρισμα.

Πεθυμούσα καμπυλότητες κιαβρότητες, σαν κείνες πούβλεπα κεφανταζόμουν στα πλούσια νειάτα του ξανθού κοριτσιού. Τώρα σκεπτόμουν ότι η αγκαλιά του Βαγγελιού ήτον κάπως ξερή κιότι στους αγκαλιασμούς της αισθανόμουν πολύ τα κόκαλα. Και θυμούμενος τη γειτονοπούλα της χώρας, φανταζόμουνα τι θησαυρούς θαύρισκαν οι εφηβικοίμου πόθοι στην αγκαλιά της κόρης κείνης με το γεμάτο κόρφο.