Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Τότες του λέει κι' ο Έχτορας, του γέρου ο γιος Πριάμου «Αία, θεόσπαρτε αρχηγέ, του Τελαμώνα θρέμμα, μη με τρομάζεις, και παιδί δεν είμαι εγώ ή γυναίκα 235 ψόφια έτσι, π' άρματα ποτές δεν έπιασε στο χέρι.
Χυμώ. — Τη νύχτα είναι πιο έφκολο το πράμα, πολύ πιο έφκολο να γίνη, γιατί δεν ακούω τη φωνή της, γιατί δε φαίνεται το πρόσωπό της. — Ψεφτιές πια δε θα μου πη. — Τρέχα, τρέχα εκεί απάνω. — Ποτές να μη γίνη τέτοιο πράμα. Όχι. Μήτε κείνος μήτε κανένας άλλος. Να γλυτώσω. — Γρήγορα, γρήγορα, να μην ξυπνήση. Σφίγγε, Καρλή, δυνατά. Το χέρι μου στο λαιμό της. Σφίξε, να της στραγγουλίσης το λαιμό.
Τότε ο λεβέντης Έχτορας της απαντάει διο λόγια «Μη με κερνάς καρδόγλυκο κρασί, καλή μου μάννα, μη μ' αποστάσεις κι' όρεξη δεν έχω πια για μάχη. 265 Σκιάζουμαι κιόλας μ' άνιφτα τα χέρια το φλογάτο κρασί στο μαβροσύγνεφο να στάξω γιο του Κρόνου· μήτε π' ακούστηκε ποτές παράκλησες του Δία να κάνεις μες στα αίματα χωμένος και στη λέρα.
Σ' ανάστημα, κι' άλλοι είναι εκεί και πιο αψηλοί· μα τέτιο λεβέντη ακόμα εγώ ποτές δεν είδα, μήτε τόσο αρχοντικό ναι, βασιλιάς μα την αλήθια μιάζει.» 170
Τι να καθίσουμε να τους δούμε! Τι θα καταλάβης, και να την ακούσης τη μονόχορδη την κουβέντα τους! Εκείνο που θέμε δε θα το πουν ποτές στη ζωή τους. Θα χωρατέψουνε, θα ψεγαδιάσουν, ίσως και θα μαλλώσουν.
Γεμάτο το σπίτι απ' τα καλά του Θεού. Και τώρα τίποτε δεν μας απόλειψε. Πάντα τα χέρια του γεμάτα. Τον ψυχρό το λόγο δεν τον ακούσαμε ποτές απ' το στόμα του. Έτσι μοναχά, που έπεφτε βαρύς, πώς να το πω; αμίλητος... Αυτό ήτανε και το παράπονο της μακαρίτισσας. Βαρυγκομούσε, βλέπεις, η γυναίκα, κυρ-αστυνόμε.
Του εξήγησα σε λίγες λέξεις τις φρικαλεότητες, που είχα υποστή και ξανάπεσα λιπόθυμη. Μ' έφερε σ' ένα γειτονικό σπίτι, μ' έβαλε στο κρεββάτι, μούδωσε να φάγω, με περιποιήθηκε, με παρηγόρησε, μου έκαμε διάφορες κολακείες και μούπε πως δεν είδε ποτές τίποτε τόσο ωραίο σαν κ' εμένα και πως ποτέ δε λυπήθηκε τόσο, που έχασε αυτό, που κανείς δε μπορούσε να του το ξαναδώση.
— Δε θα λα τον λησμονήσω ποτές το Φώτο μου, μούλεγε, τι μώχει κάψει του μαύρου την καρδιά με το θάνατό του. Και κατά την παραγγολή που μ' άφινε στο ψυχομάχημά του, θα λα ξεθάψω μια μέρα τα κοκκαλάκια του και θα λα τα πάω στο Σούλι, γιατ' ο καϋμός του Σουλιού εστάθηκε θάνατός του. — Κι' ο καϋμός της Χάιδως. Είπα γω με το νου μου.
Κ' ύστερα θάρχεσαι μέσα να πίνης ένα σερμπέτι. — Έφεντημ, θα μ' αβανιάζουν τότες πως τούρκεψα. Εμένα δεν με μέλει κι αν τουρκέψω για το χατίρι σου. Μα η γριά μου — ως τον τάφο καημό της θα τόχει». — Όχι, παιδί μου, του λέει ο Αγάς, εγώ ποτές μου δικό μας δε θα σε κάνω δίχως να θέλης. Ένα πράμα όμως σου λέω: Ανίσως και ταποφασίσης ποτέ σου, ψυχή να μη φοβηθής, σώνει να αναπνέη ακόμα ο Χασάν Αγάς.
Κι' ο Γλάφκος, τ' Απολόχου ο γιος, κι' ο άσκιαχτος Διομήδης, μαζί στη μέση των στρατών να χτυπηθούνε ορμούσαν. 120 Και σα ζυγώσανε σιμά με τ' άρματα στα χέρια πρώτα ο Διομήδης άνοιξε το στόμα να μιλήσει «Και πιος, ασίκη μου, είσαι εσύ απ' τους θνητούς αθρώπους; Τι πριν δε σ' είδα εγώ ποτές στη δοξοδότρα μάχη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν