United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την αντιλογίαν λοιπόν, κύριε μου Διονυσόδωρε, μην την ονομάζης ύβριν· η ύβρις είναι όλως διόλου διαφορετικόν πράγμα. Επάνω εις αυτό του λέγει ο Διονυσόδωρος: — Και παραδέχεσαι τάχα εσύ, μ' αυτά που λέγεις, πως υπάρχει αντιλογία;

Κοίταξα όλα τα μαυρισμένα σπίτια, για να ιδώ αν είναι βυζαντινά και να ποτιστώ από τον τύπο τους, αλλ' ήμουν κατακομένος, τα μάτια μου πονούσαν κ' έτσουζαν και μου ήρχονταν να πέσω. Είμαι όλος άρνηση στην Πόλη και αντιλογία. Η διήγηση των άλλων για την Πόλη μου χαρίζει χίλια δώρα και δεν τα δέχουμαι. Η φράση, που την ακούω από μικρός, «Θα πάρουμε την Πόλη», μου λέγει ψέματα.

Μοναχά ενός σπιτιού δεν άνοιξε η θύρα, μοναχά ενός σπιτιού το σκυλλί δε γαύγισε «γκάβου.. γκάβου.. γκάβου.. » και μοναχά από ένα σπίτι δεν ακούστηκε το προσκάλεσμα: — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι' ό,τι κι' αν είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής και ψωμί να χορτά'ης». Αυτό το σπίτι είταν της Κώσταινας, πούχε τον άντρα της σαράντα χρόνια στα Ξένα, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά.

Να μ’ αποχάση η δύστυχη, χωρίς παιδί να μείνη. Γυρίζει η Μάρω με θυμό κι’ αντιλογιά του δίνει: — Και ποιον να πρωτολυπηθώ και ποιον να προπάρω, Που χίλιοι με γυρέψανε και χίλιοι με γυρεύουν, Κι’ ουδέ κανέναν αγαπώ κι’ ουδέ κανέναν θέλω; — Μόνον εμένα αγάπησε! μόνον εμένα πάρε, Γιατ’ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι!

Που αλήθεια τρώγει και κοκκινίζει, Μόνε σε τέτοια τη γλώσσα ορίζει. Κι' έχω μαρτύρους να το βεβιόσουν, Και την αλήθεια να μη προδώσουν. Έχω κυρ Σπίρο τον Αλαμάνο, Οπού μετάνοια βαθιά του κάνω. Τον Μπικιαρούλη, που συχνοπίνει, Τον Νικολάκη που καταπίνει. Κι' ο Μπρούτζος σ' τούτους, κι' ο Οικονομάτης Γραμματισμένος ανοιχτομάτης, Αφ' ού και δώκουν τη μαρτυρία, Δεν είναι άλλη αντιλογία.

Κι' η Κώσταινα περίχαρη άνοιξε τη μοσκοβολημένη της την κασσέλλα κι' έβγαλε από μέσα καρύδια, σταφύλια, σύκα, συκομαΐδες και μήλα κι' έδωκε στον προύχοντα και σ' όλους, όσοι είταν μέσα, ύστερα τους έδωκε το παγούρι με το ρακί, κι' αφού έπιαν καθένας από κάνα δύο φορές κι' ευκήθηκαν στον Κώστα το «&Καλώς ήρθες από τα ξένα γερός και καλάκαι στην Κώσταινα το «&καλώς τον αποδέχτηκεςέφυγαν, κι' έμειναν μοναχοί μέσα στο σπίτι εκείνο, που δεν είχε ιδεί άλλη φορά καλή μέρα, η Κώσταινα με τον Κώστα της, πούχε σαράντα χρόνια στην Ξενιτειά, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Φίλε μου, εγώ σ' έστειλα να μάθης, μα τον Δία, στα δίκηα αντιλογία• εκτός αν συ με πείσης πως είνε δίκηο επίσης να τρώη ο γονηός ραβδιές κι' απ' τα παιδιά του ακόμη ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Εγώ θαρρώ πως θα πεισθής και τίποτα δεν θα μου πης, αν θέλης να μ' ακροασθής. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Λέγε, ν' ακούσω δέχομαι ποιαν έχεις τάχα γνώμη.

Μια φορά μου είπε ήσυχα, σα για να μη την ακούσουν ούτε τα πουλιά που γλυκοτσιμπιώνταν απάνω στα κλωνάρια του δάσου. — Γιατί δε λες και συ τίποτα, πούνε η πρώτη χαρά σου; Χαμογέλασα μοναχά και δεν έχω αντιλογιά ότι τα μάτια μου, που την αντίκρυσαν, της φανερώσαν τη γλυκειά ανατριχίλα που περίτρεξε από φλέβα σε φλέβα κι απ' αρμό σ' αρμό το αίμα μου.

Και με ξάφνισμα παρατήρησα πως τώρα μπορούσα να κάνω τη σκέψη χωρίς πίκρα, μόνο γιατί τώρα την αιστανόμουνα τόσο κοντά μου, όπως ποτέ άλλη φορά. «Δε θα πεθάνη», συλλογίστηκα έπειτα από μια στιγμή. «Θα ζήση». Και παρατήρησα την αντιλογία στη σειρά των στοχασμών μου. Κάθησα στην κάμαρά μου και προσπαθούσα να διαβάσω.

Είναι ξενιτεμένη πολλά χρόνια, δίχως γράμμα και δίχως αντιλογιά, και δεν απελπίστηκε ακόμα, περιμένοντας τον άντρα της από τα Ξένα. Σ' αυτά τα λόγια ο ξένος, σέρνοντας από πίσω του το μουλάρι με το κυπρί, που λαλούσε ακατάπαυτα «τριγκ-τριγκ-τριγκκκκ.... » στάθηκε, σα να ήθελε να βρη με το μάτι του κάτι τι, ή να θυμηθή κάτι τι.