United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ την ανεβοκατέβαζα από το ζώο μου στους ανήφορους και στους κατήφορους, εγώ την έπιανα από το χέρι στα ποτάμια και στους γκρεμούς, εγώ την επότιζα νερό με τ' αχώριστο πιξαρένιο καυκοπουλό μου στες κρυόβρυσες του Πίνδου, εγώ της έδωκα το ψάθινο σκιάδι μου, πώφερνα πάντα στα ταξείδια, για να μη την κάψουν τα λιοπύρια του Θερτή.

Εγώ την ανεβοκατέβαζα από το ζώο μου στους ανήφορους και στους κατήφορους, εγώ την έπιανα από το χέρι στα ποτάμια και στους γκρεμούς, εγώ την επότιζα νερό με τ' αχώριστο πιξαρένιο καυκόπουλό μου στες κρυόβρυσες του Πίνδου, εγώ της έδωκα το ψάθινο σκιάδι μου, πώφερνα πάντα στα ταξείδια, για να μη την κάψουν τα λιοπύρια του Θερτή.

Είδα έπειτα τον Ηρακλή, — το φάντασμα του μόνον• εις τα συμπόσια τέρπεται θεών των αθανάτων αυτός, και την καλόφτερνην την Ήβην έχει νύμφην, 'που του Διός εγέννησεν η χρυσοσάνδαλ' Ήρα. ωσάν πετούμενα οι νεκροί τριγύρω του αλαλάζαν 605 και τρομασμένοι εσκόρπιζαν• μαύρος 'σαν μαύρην νύκτα το τόξον είχε αυτός γυμνό, και εις την χορδή το βέλος, και αγριοκυττώντας φαίνονταν πως πάντοτε τοξεύει. τρομακτικός του έζωνε το στήθος τελαμώνας, χρυσός, κ' επάνω θαύματααυτόν ήσαν φθειασμένα, 610 αρκούδαις, αγριόχοιροι, φλογόμματα λεοντάρια, πόλεμοι, μάχαις, αίματα, πολλαίς σφαγαίς ανθρώπων. ας παύση να φιλοτεχνή κατόπιν ο τεχνίτης, 'που εφεύρηκετην τέχνη του παρόμοιον τελαμώνα. ότι μ' αντίκρυσεν αυτός, μ' εγνώρισεν αμέσως, 615 και κλαίοντας μου ωμίλησε με λόγια πτερωμένα• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, σέρνεις, α! δύστυχε, και συ διεστραμμένην μοίρα, 'σαν κείνην 'πώφερνα κ' εγώτον Ήλιον αποκάτω. ναι, του Κρονίδ' ήμουν υιός, αλλ' είχ' άπειρα πάθη, 620 ότ' ήμουν δούλοςάνθρωπον πολύ κατώτερόν μου. κ' εκείνος μ' επιφόρτιζε πολύ βαρείς αγώναις• και μια φορά 'δω μ' έστειλε τον σκύλο να του φέρω, ότι άλλον δεν εφεύρισκε για με σκληρόν αγώνα• και το θεριόν αναίβασα του Άδη από τα βάθη, 625 όπως μ' ωδήγησεν ο Ερμής και η γλαυκομμάτ' Αθήνη».

Ημέραις εννηά πλέαμεν, άκοπα νύκτα ημέρα, και την δεκάτην άρχιζε να φαίνεται η πατρίδα, κ' εβλέπαμ' ήδη ταις φωτιαίς όπ' έκαιαν οι ποιμένες. 30ύπνο τότ' έπεσα γλυκόν, σβυμμένος απ' τον κόπο, τι κανενός δεν άφησα, αλλ' απ' αρχής κρατούσα τον πόδα, όπως ταχύτερα φθάσουμετην πατρίδα. άρχισαν να συνομιλούν ωστόσο οι σύντροφοί μου• 'πώφερνα σπίτι ενόμιζαν ασήμι και χρυσάφι, 35 'που έμενα τάχ' ο Αίολος εχάρισ' ο γενναίος. και κάποιος προς τον σύντροφο σιμά του εστράφη κ' είπε• «Θε μου, πώς είναι αγαπητός παντού και δοξασμένος τούτος εις όποιαν χώραν πα, και εις όποιο μέρος φθάνη. και λάφυρα πολύτιμα και πλήθια από την Τροία 40 φέρνει, κ' εμείς 'που εκάμαμε μ' αυτόν τον ίδιο δρόμο μ' αδειανά χέρια γέρνουμετην ποθητήν πατρίδα. και τούτα τώρ' ο Αίολος του εδώρησε γι' αγάπη• αλλ' έρχεσθ' εδώ γλήγορα τι να είναι αυτά να ιδούμε, πόσο χρυσάφι μες τ' ασκί και πόσο υπάρχει ασήμι». 45