United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έστω, θα φύγω λοιπόν μακρυά απ' αυτό τον τόπο, μακρυά, — άθλιος όπως ήρθα άλλοτε. Αλλά τουλάχιστον, πήτε στο Βασιληά, γι' ανταμοιβή των περασμένων υπηρεσιών μου και για να μπορώ δίχως ντροπή να φύγω μακρυά από δω, να μου δώση λίγα χρήματα να πληρώσω τα έξοδά μου, και να εξοφλήσω το άλογό μου και τα όπλα μου. — Όχι, Τριστάνε, δεν έπρεπε να μου κάμετε αυτή την αίτηση.

Διότι βεβαίως έπρεπε να ήμεθα παράφρονες και ημείς και όλη η πόλις, η οποία θα σας επέτρεπε να κάμετε αυτά που λέγομεν τόρα, πριν να τα εξελέγξουν αι αρχαί, αν είναι ορθά και κατάλληλα να λέγωνται δημοσίως όσα εσυνθέσατε ή όχι.

Η έσχατη πείνα στην οποία καταντήσανε τους ανάγκασε να φάνε τους δυο ευνούχους μας από φόβο μην παραβιάσουν τον όρκο τους. Μετά είκοσι μέρες αποφασίσανε να φάνε τις γυναίκες. Είχαμε κάποιον ιμάμη πολύ ευσεβή και πολύ πονόψυχο, που τους έβγαλε έναν ωραίο λόγο, με τον οποίον τους έπεισε να μη μας σκοτώσουν ολότελα. Κόψτε, είπε μονάχα ένα κωλομέρι από κάθε κυρία, θα κάμετε πολύ καλό τσιμπούσι.

Λογίσατε την περιουσίαν σας, και ό,τι σας περισσεύει από τας ανάγκας σας, τούτο δεν σας εμποδίζω να το κάμετε δώρον, μόνον όχι τόσον συχνά: λόγου χάριν εις τα γενέθλιά της, εις την εορτήν του ονόματός της κλπ.

Αυτό δεν υποφέρεται! Κατήντησαν αυθάδεις οι άνθρωποί του, αυτός δε οργίζεται μαζί μας εις κάθε ψύλλου πήδημα! Σάλπιγγες έσωθεν. ΟΣΒΑΛ. Έρχεται, κυρία, τον ακούω. ΓΟΝΕΡ. Και συ κ' οι άλλοι κάμετε ότι τον αμελείτε, κι' ας μου το παραπονεθή. Εάν δεν του αρέση, 'ς της αδελφής μου ημπορεί, αν θέλη, να κοπιάση. Εγώ το ξεύρω: είμεθα κ' αι δύο μας μια γνώμη και δεν θα τον αφήσωμεν να μας καβαλλικεύση.

Μια ώρα πριν περάση θα σας ειπώ πού έχετε να κάμετε καρτέρι, ποιαν ώραν να διαλέξετε, ποίαν στιγμήν, — τα πάντα! Το πράγμα πρέπει άφευκτα την νύκτ' αυτήν να γείνη, κάπως μακράν από εδώ· διότι, μη ξεχνάτε οτ' είν' ανάγκη να φανώ αθώος. Και μαζί του, — μη μείνη εις το έργον μας ή ρόζος ή σχισμάδα, — πρέπει συγχρόνως και ο Φληνς, που θα τον συνοδεύη, μαζί με τον πατέρα του να έβγη απ' την μέση!

Κ' εδά μπλειο, με τη βαροκάρδισι απού τούχω, αν κάνω πως του μιλώ και μ' αντιλοήση, θα τόνε σκοτώσω και δε θέλω να κάμω τέτοιο μεγάλο κρίμα. Μόνο να κάμετε τουλόγου σας, χωριανοί, ό,τι θέλετε. Πιάστε τονε οι φρονιμότεροι και μιλήσετέ του, φοβερίσετέ τονε και με το Μουντίρη· και σα δεν ακούση, δε με γνοιάζει και να τόνε σκοτώσετε.

Κάμετε μου μια χάρι. Κρύψετέ με στο Λιντάν, πέστε της πώς ήρθα και κάμετε να την ξαναΐδώ μια φορά ακόμη». Ο Ντινάς απάντησε: «Λυπάμαι τη Βασίλισσα και δε θα της πω τίποτε, αν δε βεβαιωθώ ότι σου έχει μείνει αγαπητή πειο πολύ απ' όλες της γυναίκες του κόσμου. — Α! Άρχοντα, πέστε της ότι μου έμεινε αγαπητή περισσότερο από όλες της γυναίκες του κόσμου.

Κύριε δήμαρχε, είπε, δεν καταλαβαίνω τι θέτε να κάμετε; πώς μαθές, ληστάδες είμεστα, ή φονιάδες; Δεν έχω μαθές δικαίωμα να παντρέψω τη θυατέρα μου; Στα τίμια πράματα δεν έχω κανεί ανάγκη! Και τα λεγε αυτά θυμωμένος, με πολλή αγανάχτησι. — Ίσια ίσια γέρω Μαρούπα, που δεν είνε τα πράματα τίμια!

ΡΕΓ. Εκείνος είναι! — Αλεπού! ΚΟΡΝ. Τα χέρια τ' αχαμνά του σφικτά να του τα δέσετε! ΓΛΟΣΤ. Ποιος είναι ο σκοπός σας; Είσθετο σπίτι μου εδώ· μη το ξεχνάτε, φίλοι. Μη κάμετε το άδικον, ω φίλοι! ΚΟΡΝ. Δέσετέ τον! Ακούετε; ΡΕΓ. Σφικτά, σφικτά! — Αναίσχυντε, προδότη! ΓΛΟΣΤ. Ω άσπλαγχνη, δεν είμ' εγώ προδότης. ΚΟΡΝ. Δέσετέ τον εδώ, επάνωτο σκαμνί. Αχρείε θα σε μάθω...