Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025


Τότε έλαβα κάποιον θάρρος και ελπίδα σωτηρίας και επρόσπεσα εις τους πόδας του, και τον παρεκάλεσα να με ευσπλαγχνισθή, και να με αφήση ελεύθερον.

Μαθαίνοντας καταλεπτώς όλην την υπόθεσιν από τον κήρυκα, τον ευχαρίστησα και εμίσευσα. Αφίνω καθέναν να στοχασθή ανίσως και έλαβα χαράν να μάθω αυτήν την υπόθεσιν, και αν δεν απεφάσισα να υπάγω την αύριον εις το σπήλαιον με τους περιέργους. Δεν εστοχάσθηκα μόνον να έμπω, μα απεφάσισα να μείνω και εκεί ύστερον από τους άλλους, να παρουσιασθώ εις ό,τι ημπορούσε να μου συμβή.

Αν την παρελθούσαν εβδομάδα δεν έλαβες γράμμα μου, συλλογίσου, ότι δεν έλαβα κ' εγώ ιδικόν σου, και συγχώρησόν με, αφού και συ έχεις ανάγκην συγχωρήσεως. Μην υποθέσης όμως, ότι η έλλειψίς μου ήτο πληρωμή της ελλείψεώς σου. Όχι· δεν είμαι τόσον εκδικητική. Αφορμή της σιωπής μου ήτο άλλη, κοινοτέρα πολύ και αθωοτέρα: η αμέλεια.

Η Χριστίνα ηναγκάσθη θέλουσα και μη θέλουσα να την δεξιωθή, ενώ εγώ, υποκρινόμενος ότι θέλω ν' αφήσω τας κυρίας να είπωσι τα ιδιαίτερα των, απεσυρόμην εις το γειτονικόν δωμάτιον, αφού έλαβα αναφανδόν τον φάκελλον από τον καθρέπτην. Αι χείρες μου έτρεμαν όταν τον ήνοιξα.

Εγώ εις τέτοιαν είδησιν έλαβα μεγάλην λύπην διά τον θάνατον της σκλάβας· διά δε τον υιόν μου έλαβον κάποιαν ελπίδα παρηγορίας, μήπως και τον ξαναϊδώ· αλλά μετά έξ μήνας έφθασε και το Μπαϊράμι, χωρίς να λάβω καμμίαν είδησιν διά τον υιόν μου. Τότε παρήγγειλα του ζευγίτου μου να μου φέρη την πλέον παχυτέραν αγελάδαν διά να την θυσιάσω εις το Κορμπάνι.

Την στιγμήν αυτήν υπηρέτης με κομψήν οικοστολήν προσεκόμισεν επί δίσκου φρούτα, κρασί και άλλα αναψυκτικά, από τα οποία έλαβα το μέρος μου. Μετ' ολίγον η κυρία εξήλθε του δωματίου. Όταν εξήρχετο ηρώτησα τον ξένον μου με ένα χαρακτηριστικόν νεύμα. — Όχι, είπεν, ω όχι!... Είναι συγγενής μου, η ανεψιά μου . . . τελεία καθ' όλα ύπαρξις.

Εγώ έπειτα κατέβην εις το σπίτι, έλαβα τας τρεις χιλιάδας φλωριά, που είχα κρύψει διά καιρόν ανάγκης, και άνοιξα το εργαστήριόν μου κατά την πρώτην μου συνήθειαν. Τότε έτρεξαν όλοι να με χαιρετήσουν και να με συγχαρούν διά την επιστροφήν από το ταξείδιον.

Εσύ ενθυμείσαι ω Ταλμούχ, την υστερινήν βραδειάν, οπόταν ήθελες να μισεύσης από τον κήπον, το τάξιμον που σου έκαμεν η Τζελίκα, διά το οποίον την ερχομένην ημέραν με κράζει και μου λέγει· αγαπημένη μου Καλεκάρη, εγώ από την αγάπην που έλαβα εις τον Ταλμούχ θέλω να τον κάμω ευτυχή, και θέλω να ζήσω με αυτόν, μακάρι να ήξευρα να κινδινεύση η ζωή μου χίλιες φορές· τι στράταν το λοιπόν με ερμηνεύεις να πιάσω διά να λάβω την επιθυμίαν μου; Εγώ εις αυτά τα λόγιά της, δεν έλειψα που να την αντικόψω από αυτήν την απόφασιν, λέγοντάς της χίλιες ερμηνείες, διά να της εβγάλω τες φαντασίες του έρωτος που την είχαν περιπλεγμένην, μα τίποτε δεν ωφέλησαν τα όσα της είπα, και αφού εγνώρισα την σταθερότητά της, και το αμετάβλητον της γνώμης της, της είπα.

Αυτός εις τούτα τα λόγια, τα οποία εγνώριζε το τι ημπορούσαν να προξενήσουν, αντραλώθη μεγάλως, και είπε· σε παρακαλώ, Κυρά μου, άφησε αυτά τα μετωρίσματα επάνω εις ετούτην την υπόθεσιν, επειδή και εγώ δεν έλαβα ποτέ καμμίαν συναναστροφήν με αυτήν, αλλ' ούτε ποσώς την τόλμην, να μιλήσω με αυτόν τον τρόπον δι' αυτήν.

Και εμβαίνοντας μέσα εις την αυλήν του παλατίου, είδα μίαν σκάλαν, εις την οποίαν ήτον πλήθος ανθρώπων εις σχήμα που εφαίνοντο άλλοι να αναβαίνουν και άλλοι να καταβαίνουν, αλλ' όλοι λίθοι ακίνητοι. Από την μεγάλην σιωπήν που ήτον εκεί μου επροξενείτο κάποιος φόβος· αλλ' έλαβα θάρρος και τόλμην, μάλιστα μη βλέποντας άνθρωπον ζωντανόν, επροχώρησα μέσα εις τα ανώγεια και θαλάμους του παλατίου.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν