United States or Sri Lanka ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σαν τον εφέραμε στο σπίτι, εστρώσαμε το στρώμα του Χρηστάκη και τον επλαγιάσαμε. Ο Χρηστάκης ο μακαρίτης εγύριζε τότε στα χωριά της επαρχίας, με ταις πραμματειαίς επάνω στ' άλογο. Ήτανε πριν ανοίξη το μαγαζί του. Και σαν έμαθε πως έχουμε τον άρρωστο εις το σπίτι, επήγε κ' έρριψε την κάππα του εις της θειας μου το σπίτι, στο Κρυονερό.

Ο Σπύρος δεν ακούονταν, τον είχε καταβάλει ο κόπος του δρόμου, κι' άμα έφαγε, ακούμπησε στον τοίχο κι' αποκοιμήθηκε, έχοντας προσκέφαλο το δισάκκι του, στρώμα τη βελεντζούλα του και σκέπασμα την κάππα του. Η πρόταση ν' αναθέσουν την κρίση στο παιδί, είχε γείνει δεχτή απ' όλη τη συνοδεία. — Ναι, ναιακούονταν ανάμεσα στες κουβέντες τους. — να ξυπνήσωμε το παιδί να τους κρίνη.

Κάθε ζωή ήτανε δική του πράγματι· από τους εμπόρους που κάθονταν στην αγορά ως τον κουκουλωμένο στην κάππα του βοσκό του βουνού, από τη νύμφη την κρυμμένη ανάμεσα στις δάφνες και τον φαύνο που έπαιζε το σουραύλι καταμεσήμερα ίσαμε τον βασιληά που μέσα σε μακρουλό φορείο με πράσινα παραπετάσματα τον έφερναν δούλοι πάνω σε λαμπυρίζοντας από το λάδι ώμους και τον ανέμιζαν με ριπίδια από φτερά παγωνιού.

Η απάντησις ήτο λακωνική, αλλ' είχε τι το καθησυχαστικόν ο τόνος του χωρικού και ο τρόπος δι' ού επρόφερε το όνομά μου μετά της φωνητικής του Κάππα αλλοιώσεως. Δεν εζήτησα πλειοτέρας εξηγήσεις, αλλά τα πάντα με έδιδον να εννοήσω ότι επλανάτο εισέτι ο φόβος των Τούρκων εις την ατμοσφαίραν της Χίου.

Αυτό καλά αγαπούσε τα γίδια και τα πρόβατα, και πήγαινε στα λόγγα και στα λειβάδια με τους πιστικούς αλλά εγώ το τρωγόμουν νύχτα μέρα και του έλεγα: — «Πιστικός θα γέν'ς, παιδάκι μ', που δεν αγαπάς τα γράμματα; Σύρε ψυχούλα μ' στο σκολειό να μάθ'ς γράμματα και να γέν'ς προκομμένος άνθρωποςΣτο τέλος που του το πήγαινα συγκρατούμενο «γκιρ-μιρ» μ' άκουσε, άφησε την κλύτσα και την κάππα, τα γίδια και τα πρόβατα, τες ράχες και τα βουνόπλαγα, τους λόγγους και τα λακκώματα μπήκε στο σκολειό, ρίχτηκε με τα μούτρα στα γράμματα, έφυγε, κι' από τότε το βλέπω κάθε δέκα χρόνια!

Περίμενε, περίμενε ένα μήνα, δυο, τρεις, ένα χρόνο, έγειναν τρία σωστά χρόνια, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά! Στο τέλος είδε κι' απόειδε, πήρε ένα σακκούλι στον ώμο του, φόρεσε την κάππα του από το ένα το μανίκι και τράβησε για την Ξενιτειά, έχοντας για μόνο του σύντροφο ένα μακρύ δικανίκι.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Θα μπουν στην αγορά και κοντά στου Αρμοδίου τον μεγάλον ανδριάντα θα τραβάμε κλήρους πάντα, και καθένας θα μαθαίνη σε ποιό γράμμα θα δειπνήση με χαρά του να πηγαίνη. Οποιοι πέσουνε στο Βήτα, στη στοά των βασιλέων θα δειπνούνε• και στο Θήτα όσοι πέσουν, στο Θησείον και όσοι πέσουνε στο Κάππα, στη στοά των Αλευράδων. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Για να χαύτουνε; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Σου τάπα, μα τον Δία• για να τρώνε!