United States or Angola ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έφυγε καμμιά φορά να πάη να ιδή τους γονιούς του· μα σαν ξαναγύρισε την άλλη την ημέρα, του κλείσανε την πόρτα. Άλλα περίμενε κι' άλλα βρήκε. Τακούς; — Κ' η παπαδοπούλα μαθές τον απαρνήθηκε; ρώτησε Γιάννης ο Μελαχροινός ξερά-ξερά. — Πρώτα αυτή. Παράξενο σου φαίνεται; Γαμπρό δεν ήθελε μαθές πραμματευτή, ούτε βοσκό στο λόγγο να γυρίζη, να τον τρώη η ψείρα και η κόνιδα.

Άλλος θυμάται τους χορούς, άλλος αγάλια αγάλια Με την βραχνή τζαμάρα του το «λάγιο αρνί» μαθαίνει, Άλλος τον ώμορφο βοσκό και την βασιλοπούλα Θυμάται του παραμυθιού που τούλεγε η βαβά του Κι' αρχίζει και το μολογάει και οι γύρα τον ακούνε.

Κι όταν άρχιζε πια η άνοιξη και το χιόνι έλυονε κ' η γις ξεκαθάριζε και το χορτάρι έβγαινε, κ' οι άλλοι βοσκοί έβγαναν τα κοπάδια στη βοσκή και πρώτοι απ' όλους η Χλόη κι ο Δάφνης σαν να εδουλεύανε σε μεγαλύτερο βοσκό.

Άμα τάκουσεν ο Δάφνης γίνεται έξωφρενών κ' έκλαψε, αφού κάθησε χάμου, λέγοντας ότι θα πεθάνη, αν δε μένη πια μαζί του η Χλόη· κι όχι μονάχα αυτός παρά και τα γίδια ύστερ' από τέτοιονε βοσκό. Κατόπι, αφού συνήρθε, πήρε θάρρος και στοχαζόταν, ότι θα καταπείση τον πατέρα της κ' ελογάριαζε έναν από τους γαμπρούς και τον ατό του και παράλπιζε πως θα φανή καλύτερος από τους άλλους.

Και ο Οδυσσέας και ο καλός βοσκός εις την καλύβα δειπνούσαν και πλησίον τους δειπνούσαν οι ποιμένες, και του φαγιού και τον πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, τότ' ο Οδυσσέας τον βοσκό δοκίμαζε ομιλώντας, 'ς το εξής αν θα τον αγαπά και θα του ειπή να μένη 305 αυτούτην στάνη, ή θα του ειπήτην πόλι να περάση•

Στην άλλη παράδερνε η Αροδαφνούσα στον πύρινο θυμό της Ρήγισσας κι ο Ρήγας παραπέρα ξάμωνε το σπαθί του να πετσοκόψη τη ζηλιάρα. Η Βοσκοπούλα σ' άλλη ψυχομαχούσε μέσα στο ανθοσπαρμένο σπήλιο της, αναζητώντας τον άγνωστο βοσκό. Και σ' άλλες ζωγραφίζονταν άλλα μαρτύρια, τρυφερά ειδύλλια με θλιμμένο τέλος, σα να ήταν το δωμάτιο ναός κάποιου τρομερού θεού.

Την πρώτη μέρα που ήλθε έκαμε θυσία στους θεούς, που διαφέντευαν την εξοχή· στη Δήμητρα και στο Διόνυσο και στον Πάνα και στις Νύμφες· έκαμε και τραπέζι σ' όλους, που ήταν εκεί. Κατέβηκε ύστερα και στο κοπάδι για να ιδή και τα γίδια και το βοσκό. Η Χλόη έφυγε στο δάσος, επειδή ντράπηκε κ' εφοβήθηκε τόσον κόσμο.

Αφού λοιπόν και δεύτερη φορά γελάστηκε ο Δόρκωνας στην ελπίδα του και του κάκου έχασε τα καλά τυριά, αποφάσισε ν' αρπάξη τη Χλόη, όταν βρεθή μονάχη της. Και σαν παραφύλαξε κ' είδε, ότι τη μια μέρα πήγαινε τα κοπάδια στο πότισμα ο Δάφνης και την άλλη η κορασιά, σοφίζεται πονηριά, που ταίριαζε σε βοσκό.

Βλέπεις πως μοιάζουν τα μαλιά του με λαλέ; πως λάμπουν τα μάτια κάτω από τα φρύδια σαν δαχτυλιδόπετρα μέσα σε χρυσή δέση; πως το πρόσωπό του είναι γεμάτο κοκκινάδι και το στόμα του απ' άσπρα δόντια σαν του ελέφαντα; Ποιος αγαπητικός δε θα παρακαλούσε να πάρη από εκεί νόστιμα φιλιά; Κι αν αγάπησα βοσκό, μιμήθηκα τους θεούς.

Πιο ευχάριστο είναι ωστόσο να πάρουμε τώρ' αυτή δα την περιγραφή του «Κεφάλου και της Πρόκριδος » του Giulio Romano : «Πρέπει να διαβάσουμε το θρήνο του Μόσχου για το Βίωνα, το γλυκό βοσκό, προτού να κυττάξουμε τούτη την εικόνα, ή να σπουδάσουμε πρώτα την εικόνα σαν προετοιμασία για το θρήνο. Τις ίδιες σχεδόν μορφές έχομε και στα δυο.