United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και διέταξε την υπηρέτριαν να φέρη φώτα. — Τι απέγεινεν ο Χρήστος; ηρώτησε σιγά ο Ανδρέας. Ο ιερεύς έκλεισε τους οφθαλμούς και εκίνησεν οριζοντίως την χείρα. Δεν ενόησα, και ούτε ηθέλησα πλέον να εξετάσω, τι εσήμαινεν η χειρονομία εκείνη. Απέθανε; τον εφόνευσαν;.... Η υπηρέτρια εισήλθε με τα κηρία αναμμένα και ηλλάξαμεν ομιλίαν.

Στραφείς δε προς τον τυφλόν τον έλαβεν εκ της χειρός, τον έφερε πλησίον του παραθύρου, και ανοίξας διά των δακτύλων τα βλέφαρά του εξήτασεν επί μίαν στιγμήν προσεκτικώς τους αφωτίστους οφθαλμούς του. Έπειτα βλέπων την γραίαν, ήτις παρηκολούθει ατενώς την εξέτασιν, εκίνησεν οριζοντίως την χείρα ως αν έλεγε: τετέλεσται! Η γραία έθεσε τον δάκτυλον εις τα χείλη και ήνωσε παρακλητικώς τας δύο χείρας.

Ο εξώστης είναι εισέτι στερεός υπό την κεφαλήν μου, αλλ' υπό τους πόδας μου τον αισθάνομαι κλονούμενον περισσότερον και ευκολώτερον. Εικάζω ότι ο πάσσαλος εσχίσθη οριζοντίως, αλλ' όχι καθ' όλον το μήκος του, και διά τούτο αντέχει εισέτι. Εσκέφθην όμως ότι, αν καταστραφή αυτός, ο εξώστης θα κρημνισθή και αν έτι διατηρήται στερεός ο άλλος πάσσαλος.

Διά τούτο ήτο γεμάτη αφιερώματα η Παναγία η Λημνιά! Παιδάκια, χεράκια, ματάκια, όλα ασημένια, εκρέμοντο εκεί εκ σχοινίου μεταξωτού οριζοντίως επάνω εις την εικόνα προσδίδοντα αίγλην και λάμψιν θαυμαστήν. Αλλά προ πάντων ασημένια καραβάκια και βαρκίτσαις ήσαν εκεί εν μέσω των αναθημάτων.

Παραπέρα εκεί ίστατο έν πράγμα όρθιον, το οποίον εφαίνετο ως άνθρωπος με τον ένα βραχίονα άνω απλωμένον. Κρατών τον δαυλόν επλησίασε, και είδε καλά, κ' εβεβαιώθη ότι αυτό ήτο κορμός αγριοσυκής ξηραδιάρας, της οποίας τα φύλλα εφαίνοντο να είχον φαγωθή ή μαδηθή προσφάτως, και το ένα κλωνάρι ήτο σπασμένον, κ' έγερνε κάτω, το δε άλλο ευρισκόμενον εις την θέσιν του, έτεινε πέραν οριζοντίως.

Κατάντικρυ του κιβωτίου ήτο η θύρα της οικίας, εκατέρωθεν δε αυτής δύο παράθυρα, των οποίων τα φύλλα ήσαν κλειστά. Η θύρα εχωρίζετο οριζοντίως εις δύο φύλλα, εκ των οποίων το μεν κάτω ήτο κλειστόν, το δε άνω ανοικτόν προς τον στενόν έξω δρομίσκον, και εισήρχετο δι' αυτού εντός του δωματίου το άφθονον φως του μεσημβρινού ηλίου.

Δύο σανίδες ήρκεσαν όπως αποτελέσωσι χώρισμα εις μίαν των γωνιών, δι' ου εκρύπτετο από των οφθαλμών των άλλων, και έτεραι δύο οριζοντίως καρφωθείσαι απετέλεσαν κλίνην. Άλλως δεν κατεκλίνετο αυτή αφ' εσπέρας, όπως οι λοιποί σύνοικοι.

Έκπληκτος, γελών και γοητευμένος, ο νεανίας έλαβε την μίαν κώπην, την ύψωσε κάθετον επί του ζυγού, εφ' ου εκάθητο, έλαβε την άκρην της μπαρούμας, και έδεσε δι' αυτής την κώπην επί του ζυγού. Είτα έλαβε την άλλην κώπην, και λύσας την άλλην άκρην της μπαρούμας από τον κρίκον της πρώρας, προσέδεσεν οριζοντίως την δευτέραν κώπην επί της πρώτης σταυροειδώς, ως κεραίαν επί του ιστού.