United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ο Βινίκιος επλησίασεν εις αυτόν με πρόσωπον απειλητικόν και με φωνήν πνιγμένην είπε: — Τις σου λέγει ότι θα αποθάνης εκ της χειρός του Γλαύκου μάλλον ή εκ της ιδικής μου;

Ας προτείνη δε διά ανυψώσεως της χειρός πας πάντα. Όστις δε δεν θέλει, αφού καταγγελθή εις τους άρχοντας, ας τιμωρηθή με πενήντα δραχμάς και εκτός τούτου ας θεωρήται και κακός.

Μανδρόσκυλον. — Είνε μεγάλος; — Είνε τόσος, είπεν ο χωρικός, σημειώσας ύψος τι από του εδάφους διά της χειρός. — Δεν γνωρίζει ο σκύλος σου τα ίχνη; επανέλαβεν ο αρχηγός. — Δεν ξέρω αν τα γνωρίζη. — Δεν έκαμε αυτήν την τέχνην ποτέ; — Είνε μανδρόσκυλος, επανέλαβεν υπερηφάνως ο βοσκός. — Τέλος ειμπορείς, συ ή ο σκύλος σου, να οδηγήσητε αυτό το απόσπασμα; — Ειμπορούμεν, αφέντη.

Του οποίου, βλουημένε, δεν σ' λέω πώς τσινάει καμμιά φορά, το ζωντόβολο; Ο Μανώλης ατρόμητος κρατεί διά της μιας χειρός το πηδάλιον κ' εκτείνων την άλλην, προσπαθεί να συλλάβη το ηνίον του όνου και συγκρατήση αυτόν. Αλλ' αι ριπαί του μαΐστρου επέρχονται αλλεπάλληλοι μετά χιονοβολής.

Και λοιπόν άραγε μόνον του κτίστου και του βυρσοδέψου υπάρχουν έργα και πράξεις, του ανθρώπου όμως δεν υπάρχουν, αλλ' εκ φύσεως επλάσθη άεργος; Ή μήπως, καθώς είναι φανερόν κάποιον έργον του οφθαλμού και της χειρός και του ποδός και εν γένει όλων των μελών, ομοίως θα δεχθώμεν έξω από όλα αυτά και έργον διά τον άνθρωπον ολόκληρον; Και λοιπόν ποίον είναι δυνατόν να είναι αυτό; Διότι η μεν ζωή είναι κοινή και εις τα φυτά, τόρα όμως ζητούμεν το ιδιαίτερον γνώρισμα.

Ήτο κατοφορτωμένος. Διά του δεξιού βραχίονος έσφιγγεν ενηγκαλισμένον ταβάν, όθεν από παχέος ορύζης στρώματος προέκυπταν πού και πού, ως λόφοι μικροί, τεμάχια κρέατος οπτού· κάτωθεν δ' αυτού ανελικνίζετο δίκην εκκρεμούς από της δεξιάς του χειρός φιάλη μελάγγρους ευμεγέθης, πλήρης ξανθού ρητινίτου.

Και λαβούσα τον τυφλόν εκ της χειρός ηκολούθησε τον ιατρόν εις την τραπεζαρίαν. — Ελέησόν με ο Θεός... ήρχισεν ο τυφλός. — Σιωπή Γιάννη! Να μη σακούση ο ιατρός! Ο Γιάννης εσιώπησεν. — Ο συνάδελφος μου, έλεγε καθ' εαυτόν ο ιατρός, θα νομίση ότι περιποιούμαι την καλήν αυτήν γραίαν, διά να του προμηθεύσω ψήφους! θέλει να γείνη βουλευτής! Ας γείνη να ιδή την γλύκαν.

Ήτον ποίημα εκ του προχείρου, αλλά ποίημα που δεν επέτυχε. Διά τούτο λοιπόν δεν με αρέσει. Ένα άλλο! Κάμε ένα άλλο, έστω και εις το πεζόν καθώς αυτό, αλλά διάφορον, πολύ διάφορον. Και να ιδής πως θα με αρέση. Έλα λοιπόν! — ανέκραξεν επί τέλους ανυπόμονος, ωθήσασα διά της μικράς αυτής χειρός τον βραχίονά μου, εφ' ου εστήριζον σιωπηλώς την ανόητον κεφαλήν μου.

Όταν τινές θέλουσι να δώσωσιν αμοιβαίον όρκον, τρίτος τις άλλος άνθρωπος ιστάμενος εν τω μέσω αυτών χαράττει με λίθον οξύν πλησίον των μεγάλων δακτύλων το μήλον της χειρός των ορκιζομένων, λαμβάνων δε έπειτα ολίγον χνουν εκ του ιματίου αυτών τον βρέχει με αίμα και αλείφει επτά λίθους τεθειμένους εκεί. Ταύτα πράττων επικαλείται τον Διόνυσον και την Ουρανίαν Αφροδίτην.

Αλλ’ όταν κλαίη τις μόνος, τα δάκρυα τότε είναι αληθή και πικρά, ως πάσα εν τω κόσμω αλήθεια. Κρότος βημάτων εις τον διάδρομον απέσπασε μετ’ ολίγον την Ιωάνναν των θλιβερών αυτής λογισμών, και ανοιχθείσης της θύρας, εισήλθεν η Ηγουμένη, κρατούσα εκ της χειρός αγένειον νεανίσκον, φέροντα το ένδυμα του Αγ.