United States or Qatar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εάν ήξευρα ότι είναι τόσον ωραία μέσα εις τον ποταμόν, δεν θα σε έρριπτα. Ιδού τι έκαμα, εξηκολούθησεν ο μικρός Κλώσος. Σου είπα ότι η ωραία κόρη μου έλεγε: «Παρέκει θα εύρης μεγάλον ποίμνιονΠαρέκει, δηλαδή μέσα εις τον ποταμόν, διότι η κόρη δεν ημπορεί να έβγη εις την γην.

Είς γέρων βοσκός, είχε σταματήσει απέξω, εις το βουνόν, το ποίμνιόν του, είχεν επακκουμβήσει εις την ράβδον του και θα ηκροάτο βεβαίως, εκείνην την ώραν του ωραίου άσματος του αγίου: «Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής και των πτωχών υπερασπιστής, ασθενούντων ιατρός . . . » όπερ γλυκύτατα εμελωδείτο ένδον από τον μπάρμπ'-Αναγνώστην της Περμάχως, του οποίου όσον σκληρόν και άγριον ήτο το καποτάκι, ως δορά αγριμίου, τόσον μαλακή και γλυκεία ήτο η φωνή, λεία και χρωματιστή, ως τα πτερά του παγωνίου.

Οι απλοϊκοί το πνεύμα Απόστολοι ήσαν βεβαίως ανίκανοι να λύσωσιν αυτών την απορίαν. Αλλ' ο Ιησούς πάραυτα αντεμετώπισε την ένστασιν, και είπεν εις τους μεμψιμοίρους τούτους σεμνολόγους, ότι δεν ήλθε να καλέση τους δικαίους, αλλά τους αμαρτωλούς. Δεν ήλθε διά το εν τη μάνδρα ποίμνιον, αλλά διά το πρόβατον το απολωλός.

Ηθέλησα να κράξω: Δέσποινα ! αλλ έθεσε το δάκτυλον εις τα χείλη και ψιθύρισε βλέπουσα με:― Γλύτωσέ με, Λουκή! Και σκύψασα επροσποιήθη ότι συλλέγει άνθη, διότι ηκούσθη η βραγχώδης φωνή του ευνούχου, επιστρέφοντος διά να περιμαζεύση το ποίμνιόν του. Ηγέρθη η Δέσποινα και έτρεξε προς τα άλλα παιδία.

Τόσον μέγας ήτον ο φόβος, όστις εκυρίευσε το στρατόπεδον, ώστε η εμπροσθοφυλακή, ή κάλλιον οι φεύγοντες πρώτοι, απαντήσαντες έν ποίμνιον ενόμισαν ότι ήτον εχθρικόν ιππικόν, και οπισθοδρομήσαντες διέδωκαν την είδησιν ταύτην εις τους ακολουθούντας, ώστε αν δεν ήθελον έβγει ογλίγωρα από την απάτην, πολύ μέρος του στρατεύματος ήθελε ριφθή εις την θάλασσαν.

Τον ήξευραν λοιπόν αι γυναίκες τον μπάρμπα-Γιωργό. Ήξευραν ότι από την ημέραν που άρχισεν η φήμη ότι εβρυκολάκιασεν η Κουκκίτσα, αφήσας έρημον το ποίμνιόν του, εξενυκτούσεν εις τον Άγι-Αντώνην με ένα ξηρό κομμάτι ψωμί εις τον τουρβά του. Διά τούτο μόλις τον είδαν, εννόησαν ότι ήρχετο από τον Άγι-Αντώνην.

Παρέκει θα εύρης έν μεγάλον ποίμνιον. Σου το χαρίζω και εκείνοΤότε παρετήρησα ότι ο ποταμός ήτο δρόμος της θαλάσσης, και ότι επήγαιναν και ήρχοντο κάτω εκεί άνθρωποι από την ξηράν εις την θάλασσαν. Και εις τον πάτον είχεν ωραία άνθη και φύλλα καταπράσινα, τα δε ψάρια επετούσαν εμπρός μου, καθώς εις τον αέρα τα πτηνά. — Και πώς ήλθες επάνω έπειτα; ηρώτησεν ο μεγάλος Κλώσος.

Εισαγγελέως την θεραπείαν του κακού, το οποίον εις υμάς μόνους απέκειτο να θεραπεύσετε, οικοδομούντες το ποίμνιον και επαναφέροντες και αυτόν τον κ α κ ο ύ ρ γ ο ν σ υ γ γ ρ α φ έ α συντετριμμένον και μετανοούντα υπό τους πόδας του Σταυρού. Ο κ.

Η βδέλλα από του χειμώνος είχεν αποδεκατίσει το ποίμνιόν του· δεν του έμενον προς πώλησιν παρά δεκαπέντε αρνία, τα οποία ήνωσε με τ' αρνία ενός εξαδέλφου του. Ηκολούθησεν όμως τους λοιπούς, λαβών μαζί του και την Μπήλιω, να ψωνήσουν τας λαμπάδας διά την Ανάστασιν και ό,τι άλλο εχρειάζοντο διά την καλύβην και δι' αυτούς. — Θα νάρθης, παπού; ηρώτησεν ο Νάσος τον Δημήτρη.

Εάν δε λάβωμεν από αυτό ακόμη το μέρος το οποίον αναφέρεται εις το ποίμνιον των διπόδων, και το ονομάσωμεν ανθρωπονομικόν, τότε ιδού πλέον εκείνο το οποίον εζητούσαμεν, και είναι αυτό το οποίον συγχρόνως ωνομάσθη βασιλικόν και πολιτικόν. Νέος Σωκράτης. Έξοχα. Ξένος. Ναι, αλλά, φίλε Σωκράτη, είναι άραγε τόσον καλά τελειωμένον, καθώς το εχαρακτήρισες συ; Νέος Σωκράτης. Ποίον δηλαδή; Ξένος.