United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πώς να τον καταπείση τον αδερφό του πως λάθευε, πώς να διαφαντέψη την ησυχία του και την καλοτυχιά του, που σε μια στιγμή μέσα την έβλεπε και κατρακυλούσε στην καταβόθρα! Συλλογίστηκε, συλλογίστηκε ο δύστυχος, κ' ύστεραΝα σου πω τι θα κάμω, γυρίζει και του λέει του Δημήτρη. Θα πάω και θα του στήσω παγίδα, κι αν είνε αλήθεια, τους έφαγα και τους δυο. — Τρέχα το λοιπόν και στήνε παγίδες.

Κ' έχωσα εγώ το γκρεμό, εγώ κι ο άντρας μου, εγώ και τα καλά μου, τα σπίτια μου, οι τίμιες μου χαρές και τ' απίκρατα χρόνια μου. Όλα πήγαν με μι' ανεμοριπή. Μα γιατί να φύγη; πες τε μου γιατί να φύγη; Να φύγη από μένα και να πάη στ' οχτρού μου το ρημαδιακό! Να σηκώση από μένα την καλοτυχιά και ναν τη ρίξη σε κείνον τον ατσίγγανο, το βρωμιάρη, τον ελεεινό!

Γλυκοπετούσε η καρδιά μου από τη χαρά που τους έβλεπα όλους και χαίρουνταν, και φύλαγα βαθιά τους κρυφούς μου τους πόνους, τον πόνο της Λενιώς, και της ιστορίας του γέρου. . . Σα να τους γλύκαινε τους πόνους εκείνους η καλοτυχιά που έβλεπα γύρω μου, σα να τον αγαπούσα τώρα τον κόσμο με τα δεινά του, το πέλαγο αυτό που σε δέρνουν τα κύματα, μα σε χαδεύει κάποτε κι ο αφρός τους.

Επειδή της ιδέας οι αλυσίδες εύκολα δε σπάνουν, και μήτε θέλει ο υποταγμένος της να τις σπάση, μια και καλοδεθή. Μα η δύναμη αυτή του Ελληνισμού, που σκόρπισε ατέλειωτη ζωή και καλοτυχιά στην οικουμένη, που βάφτισε τον κόσμο μέσα σταθάνατο νερό της αλήθειας, άφινε σαπίλα και θάνατο μέσα στη μεγάλη καρδιά του.

Πέρασαν τα πέντε τα χρόνια, γύρισε στην πατρίδα, παντρεύτηκε, μεταγύρισε στην Ανατολή, πάλε ξαναήρθε στον τόπο του, όλα σ' ένα χρόνο μέσα, κ' η αλήθεια είνε πως είδε Θεού πρόσωπο τους δώδεκα αυτούς μήνες, την απογεύτηκε την αληθινή την καλοτυχιά. Γραφτό του είταν όμως να μην πολυχρονίση μήτ' αυτό το μεγάλο το καλό.

Μα και τα υλικά ωφελήματα των ξένων εκείνων καλοθελητάδων, όσο βασιλικά και να είτανε, δεν ξαναφέρανε στον τόπο και την καλοτυχιά εκείνη που μονάχα βλαστίζει με τάλλα καλά της χρυσής λευτεριάς. Ο τόπος, κι αν έλαμπε δω και κει το μάρμαρο και το χρυσάφι, είτανε φτωχός και ταπεινωμένος. Μισοέρημα τα νησιά, μισοέρημη η Πελοπόννησο κ' η καθαυτό Ελλάδα.

Πιο γνωστικό κι από πολλούς φίλους το κύμα, απάνω στη μεγαλήτερη την καλοτυχιά της πονοδαρμένης εκείνης ψυχής, τηνε νανούρισε με το μουρμουρητό του και την έστειλε μια και καλή στον αιώνιο τον ύπνο.