Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025


ΛΟΓ. Άγε δη μοι και τριχείας τεταριχευμένους συν οξυγάρω τε και ελαίω. ΞΕΝ. Ίντ' άπατεν; ΠΕΛ. Τριχαίς γυρεύει να τον δέσουνεμοιάζει μουρλάθηκε ο κουρούνης. ΞΕΝ. Καλ' αλήθεια κουζουλαθήκετεν και θέτενε να σας δέσουμεν; κι' ως πόσαις οργειαίς της θέτενε ν' άναι; ΛΟΓ. Ούμενον αλλά τριχείας και δη έφην, τους και σαρδέλας βαρβαριστί καλουμένους ΛΟΓ. Και δη άγαγέ μοι και σωλήνα.

Ω! πώς τρέμω τώρα και ριγώ έως εις τα βάθη των κοκκάλων ... τέτοια ώρα μόνος μου κι' εγώ σκέπτομαι και γράφω άλλ' άντ' άλλων. Μα κι' η Νύκτα έχει τα καλά της, κι' αυτή κρύβει θέλγητρα γλυκά μας πλανούν τα τόσα όνειρά της, και κρεββάτια στρώνει νυμφικά. Πόσοι να νυκτώση καρτερούν, να μεθύσουν μ' έρωτος φιλιά! πόσαις νύφαις τώρα σπαρταρούν σε γαμβρών δροσάτη αγκαλιά!

Πόσαις φοραίς ακουμπιστός απάνω 'στο τουφέκι, ωσάν ακοίμητος φρουρός πολεμικής ειρήνης, πότε 'μπροστά μου έβλεπα τον Πόλεμο να στέκη, και άλλοτε τον Έρωτα με πρόσωπο γαλήνης. Ωνειρευόμουν αίματα, ωνειρευόμουν γάμους, κρεββάτια μες' στης λαγκαδιαίς και νυμφικούς θαλάμους.

Θεός να φυλάγη τον κόσμο από την κακή την ώρα! Ποιος ηξεύρει πόσαις ώραις επάλαιψε με τον θάνατο! Μα βλέπεις δεν ήτανε γραφτό του. Το άλογο ευρέθηκε σκοτωμένο, κ' εκείνος εγλύτωσε. Ευχαριστώ σε, Κύριε! Κ' έτσι που εγλύτωσε, πάλε δόξα σοι ο Θεός! Τρεις ημέραις δεν ήξευρε πού ήτανε. Σαν ήλθε κομμάτι στον εαυτό του, εκατάλαβε πως ευρίσκεται σ' ένα μύλο.

Έσβυσ' εκείνη η φλόγα της. Πλην μεςτα σωθικά της Καίει μια άσβεστη φωτιά, Που καρτερεί μια 'μέρα Ν' ανοίξη μια τρυπούλα της, Να πάρη 'λίγο αέρα, Να βγάλη φλόγα τρομερή Και πάλι η φωτιά της. Πόσαις φοραίς απ' ταις 'ψηλαίς Του γέρου Πίνδου ράχαις Αγνάντεψα την καταχνιά Μακρυά, 'ς την Άγια Μαύρα, Και είπα ότι άναψε Και πάλ' εκείνη η λάβρα, Κ' είπα πως πάλι άναψαν Του Έλληνος η μάχαις! . . .

Θρησκεία! γλυκειά μάνα, Τι ώμορφη δίνεις εσύ λαλιά καιτην καμπάνα, Και πόσο εκείνη η λαλιά σαλεύει την καρδιά μας! Πόσαις εκείνος ο σταυρός απ' τα καμπαναριά μας, 'Σ την αντηλιάδα χύνοντας τόσαις χρυσαίς αχτίδες, Χύνει βαθηά μας, 'ς την ψυχή, γλυκαίς χρυσαίς ελπίδες!

Όταν, τα βάσανα του κόσμου, ανεμοζάλη, Κατάστρατα τον άνθρωπο χτυπάει και παραδέρη, Πόση, θρησκεία, 'σάνεσέ το λογισμό του φέρη, 'Βρίσκει γλυκειά παρηγοριάτην ιδική σου αγκάλη! Πόσαις φοραίς το χέρι σου, που λίβανα μυρίζει, Τα πικραμένα δάκρυα μας 'σάν μάνα τα σφογγίζει! Και τα γλυκά τα λόγια σου και τα ζεστά φιλιά σου Πώς μας κοιμίζουνε γλυκάτη μητρική αγκαλιά σου!

Μ' έχει σηκώση εις τους ώμους του αμέτρηταις φοραίς, και τώρα εκείνο, ω! πόσο το αποστρέφεται το πνεύμα μου! μου βάζει το στομάχι άνω κάτω. Εδώ εκρεμιώνταν εκείνα τα χείλη, οπού δεν ηξεύρω πόσαις φοραίς τα έχω φιλήση.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν