United States or South Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα σπίτια είταν αλλοιώτικα, οι οβοροί αλλοιώτικοι, οι δρόμοι αλλοιώτικοι, η εκκλησιά αλλοιώτικη: τα όλα αλλοιώτικα, και γι' αυτό, όταν τον εκυνηγούσαν τα σκυλλιά αληχτώντας «γκάβου.. γκάβου.. γκάβου» κι' άκουε το σπλαχνικό προσκάλεσμα: — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι' ό,τι κι' αν είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής και ψωμί να χορτά'ης».

Άνοιξε το στόμα της. — Αν ήθελες εσύ, παπά, θα ήμουνα αλλοιώτικα σήμερα. Θα ήμουνα κ' εγώ σπίτι μου...

Η Αρχαιολογία στην εποχή εκείνη δεν ήταν σκέτη επιστήμη για τον αρχαιοδίφη, ήταν μέσον που μπορούσαν μ' αυτό ν' αγγίζουν στη στεγνή σκόνη της αρχαιότητος αυτή την πνοή κι ομορφιά της ζωής και να γιομίζουν με το καινούργιο κρασί του ρομαντισμού μορφές που αλλοιώτικα θα ήταν παληές και φαγωμένες.

Δεν ημπορώ να καθορίσω αλλοιώτικα αυτό το πράγμα παρά σαν ένα ξεχείλισμα της εντεταμένης και συνεχούς σκέψεως, που είχε μέσα του και η οποία επλημμύριζε και τας πλέον ασημάντους πράξεις του και εις αυτά τα αστεία του. Και έπειτα είχεν ένα τέτοιον ιδιαίτερον τρόπον να ομιλή!

Είν' ευτύχημα μολοντούτο για μας ότι η Φύση είναι τόσον ατελής, γιατί αλλοιώτικα δεν θα είχαμε διόλου Τέχνη. Η Τέχνη είναι η έξυπνη διαμαρτυρία μας και η γενναία προσπάθειά μας να βάλουμε τη φύση στη θέση της. Όσο για την άπειρη ποικιλία της φύσεως, είναι σωστό παραμύθι αυτή. Δεν βρίσκεται στη φύση, μα στη φαντασία ή την καλλιεργημένη τυφλομάρα εκείνου που τη βλέπει.

Η ανακάλυψη του κοντόχοντρου βοηθού του Μπάρμπα Μάρκου, πλούσιου και σαρανταπεντάρη, του είχε γεμίσει τόσο τη σκέψη του και το αίσθημα ώστε έπρεπε σε κάποιο να τη μεταδόσει. Νόμιζε πως θάσκαζεν αλλοιώτικα, πως θ' άνοιγε το κεφάλι του.

Κάνοντας την απόφαση, ανοίγει το χαρτί και διαβάζει. «&Μη βγαίνης ποτέ από τον ίσιο δρόμο&». Διαβάζοντας τη συμβουλή, μετάνοιωσε, γιατί την προτίμησε από τα εκατό φλωριά, αλλά δε μπορούσε να κάνη αλλοιώτικα, και συμφώνησε πάλι άλλα εφτά χρόνια να ξαναδουλέψη τον αφεντικό του πάλι για εκατό φλωριά, κι' έτσι ξαναμπήκε πάλι στη δουλειά.

Φαίνεται δε ότι μου έχουν κλέψη πολλά, αλλοιώτικα που βρήκε τα χρήματα ο Τίβιος και αγόρασε χθες, ως ήκουσα, τόσο μεγάλα παστόψαρα κ' επήρε της γυναίκας του σκουλαρίκια πέντε δραχμών; ω δυστυχία μου, με ληστεύουν. Αλλά και τα σκεύη μου τα πολύτιμα δεν είνε ασφαλισμένα εκεί που τα έχω και είνε τόσα πολλά. Φοβούμαι μήπως κανείς τρυπήση τον τοίχον και τα κλέψη.

Βρε παιδί μου τι έπαθες· μου λέγει με θλιμμένη φωνή. Το σκέφθηκες καλά τι θέλεις να κάμης; Πρώτη φορά εγνώριζα τη γλύκα της πατρικής φωνής. Δεν εσάστισα όμως. — Πατέρα, του είπα με θάρρος· το σκέφθηκα. Κακό και ψυχρό μπορεί να είνε το κίνημά μου· μα δεν δύναμαι να κάμω αλλοιώς. Δεν μπορώ να ζήσω αλλοιώτικα. Με κράζ' η θάλασσα. Μη θες να μ' εμποδίσης.

Α' ΑΝΗΡ Κι' αλλοιώτικα μπορεί; αυτούς τους δυο τους τρίποδες θα βάλω και θα φύγω. Β' ΑΝΗΡ Τι κουταμάρα! μα γιατί δεν περιμένεις λίγο, να ιδής το τι σκοπεύουνε να κάμουν' κ'οι άλλοι, όπου και τότε πάλι. . .. Α' ΑΝΗΡ Να κάμω τι; Β' ΑΝΗΡ Περίμενε κ' εξέτασε ακόμη. Α' ΑΝΗΡ γιατί λοιπόν;