United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τρεις μέρες μετά ο Έφις γύρισε και για να μην πληρώσει το ναύλο για το άλογο φορτώθηκε στην πλάτη το δισάκι και ξεκίνησε με τα πόδια. Ο καιρός είχε δροσίσει: από τα βουνά του Νούορο κατέβαινε το αεράκι των δασών και έτρεχε έτρεχε πάνω στη χλόη κατά μήκος του ποταμού και έμοιαζε να θέλει να κατέβει μαζί του στη θάλασσα.

Το μάτι ελεύθερο ξάνοιγε την απέραντη πρασινάδα των σταφίδων και τη θάλασσα τη βαθειά γαλάζια κι αφροστεφανωμένη. Τα χελιδόνια φτερούγιζαν φλύαρα κ' οι γλάροι βουτούσαν κάτω στα κύματα. Χαρά θεού, κι ομορφιά καλοκαιρινής ημέρας. Ο ουρανός, ξάστερο κρούσταλλο, καταγάλαζος, τ' αεράκι της εξοχής μυρωμένο από χορτάρι, από πρασινάδα.

Κι εμένα, φίλε, ο γαληνός σκοπός σου έτσι με φτάνει εδώ που ζω μακριά, και ξέρει πάντα το κρυφό τα βάθη να μου ευφράνη φυσώντας σιγαλά. Λεπτό αεράκι απ τους ξανθούς γιαλούς φευγάτο πέρα μελωδικό, ελαφρό, φέρνει τη λάμψη του χρυσού του κάμπου, στον αιθέρα λουσμένο το χρυσό.

Καμμιά εικοσαριά λαμπρά αστέρια φεγγοβολούσαν σκορπισμένα στην αγκαλιά του, σα χρυσά καρφιά, το φεγγάρι έλαμπε αχνό, απλόνοντας στα ήσυχα νερά της λίμνης ένα τεράστιο αργυρό χέλι. Ολίγες ανθισμένες μυγδαλιές τρυγύρω σκορπούσαν στο κρύο αεράκι της βραδιάς ανάλαφρη μυρουδιά από πικρομύγδαλο.

«Εδώ εις το καντόνιον Βαλαί δεν είναι και τόσον άσχημα, έλεγεν ο θείος· «και έχομεν και αιγάγρους, που δεν εκλείπουν γρήγορα, όπως τα πλατώνια· εδώ είναι πολύ καλύτερα τώρα από τα παλαιότερα χρόνια· όσα καλά κι' αν διηγούνται για να τιμήσουν της παληές ημέρας, οι δικές μας είναι καλύτερες· ο σάκκος είναι ανοικτός, φυσάει αεράκι μέσα 'στην κλεισμένη γύρω-γύρω κοιλάδα μας.

Ο περαματζής, καθισμένος απάνω στην κουπαστή της πρύμης, έστριψε ένα τσιγάρο, κουμαντάροντας με το ζερβί γόνατο τη λαγουδέρα, πατώντας με το δεξί πόδι πεισματικά την άκρη της σκότας. Το αεράκι, φρεσκάροντας ολοένα, ανέμιζε τα μακρυά, άσπρα του μαλλιά σαν μιαν άσπρη σημαία ειρήνης ψηλά στην πρύμη. Η βάρκα πήγαινε γεμάτα κατά τον κάβο αντίπερα, λάσκα το μεγάλο κόκκινο πανί.

Κι' αγρύπναγα ξαπλωμένος αποκάτου από το σκέπασμά μου, κυττάζοντας στον ξάστερο ουρανό το φεγγάρι, οπ' αρμένιζε αγάλια αγάλια εκεί απάνου και περίχυνε με το λαμπρό του φως όλη την πλάση κάτου. Οι ίσκιοι των δέντρων της αυλής έπεφταν σα φαντάσματα γύρω μου κι απάνου στες σκεπές των κελλιών. Αεράκι δε φύσαγε ολότελα. Φύλλο δεν εκουνώνταν. Νεκρίλα διάπλατη, σιωπή βαθύτατη βασίλευε.

Θα πηγαίνουμε τριγύρω στα νησιά με τη βάρκα και θα κάνουμε θαλασσινούς περίπατους με το βραδινό αεράκι, είπε. Και σα να την ταράξανε δυσάρεστες ανάμνησες, φώναξε: — Πρέπει να τα ξεχάσης και να μην τα ξανασυλλογιστής όσα σου είπα τα τελευταία χρόνια. Είμουνα τόσο παράξενη και δεν ένοιωθα η ίδια τον εαυτό μου.

Εκείνη την ώρα έβαλε ένα αεράκι σιγανό κι ανάλαφρο, και το μονόξυλο πήγε τ' ανοιχτά. Θέλησα να το γυρίσω, μα του λόγου της με μπόδισε. Της άρεγε έτσι, μ' άρεγε και μένα έτσι τότες. Καψονιόπαντροι, να τα λέμε τόρα; Έτσι τραβήξαμε αρκετά, όντας ξάφνω σηκόνεται του λόγου της η κυρά αντάρα, κυρ μηχανικέ. Και να πης, σηκώθηκε λίγη, λίγη; Σα να την ξέρασε ξαφνικά κάνας δαίμονας.

Φύσα, χρυσέ μου, φύσα! ηκούσθη ο καπετάν Γιάννης, αποτεινόμενος προς το ούριον αεράκι. Η σκούνα εμβαίνει ήδη εις τον Ελλήσποντον ως νύμφη εις την παστάδα.