Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025


Από μιας ώρας ήδη είχε γείνει σκότος, και ο λύχνος νυστασμένα έφεγγε τον πενιχρόν θάλαμον τον χωρισμένον μέσα εις αυτό το κτίριον του μύλου, και η εστία έκαιε παρηγόρως εις την γωνίαν, και τα λάχανα, τα οποία η Αφέντρα είχε κόψει δροσερά μοναχή της, μετά κόπου εκλέξασα αυτά ανάμεσα εις την χιονισμένην κλιτύν του ρεύματος, μεταξύ βράχων και θάμνων, περικυκλούντων ολόγυρα τον πενιχρόν νερόμυλον, υπό τας γηραιάς πλατάνους, τα λάχανα είχαν βράσει.

Τρεις χρόνους γράφαν τα προικιά και τρεις τ' απανοπρίκια, Και τρεις οπού συντάζονταν κ' εκάλναγαν τον κόσμο. Πάν' τα παιγνίδια από μπροστά τα βλάμπουρ' από 'πίσω. Κι' αράδι' αράδ' από κοντά πάνουν οι συμπεθέροι. Και μέσ' 'ςτό ψίκι ανάμεσα πάν' ο γαμπρός κ' η νύφη, Καββάλλαάλογα ψαριά και χρυσοσελλωμένα.

Ο παραπαππούς μου την είχε σημαδεμένη και την εγνώρισε. Ήτον η δική του. Τον ερωτά πού την ηύρε, ο βαρκάρης του αποκρίνεται πως την ηύρε ανάμεσα στα δυο νησιά.

Προς τι όντα οποίος είμ' εγώ, θα σέρνωνται ανάμεσα ουρανού και γης; Όλοι είμασθε φανεροί κακούργοι· μη πιστεύης κανέναν από εμάς. Τρέχα, πήγαινε εις μοναστήρι. Πού είναι ο πατέρας σου; ΟΦΗΛΙΑ Εις το σπίτι. Κύριέ μου. ΑΜΛΕΤΟΣ Κλείσετέ τον μέσα, διά να μην ημπορή να παίζη το πρόσωπο του μωρού αλλού παρά εις τα σπίτι του. Υγίαινε.

Ο Καπετάν πασάς με την αρμάδα κατέπλευσε και άραξε, ανάμεσα στον Μέγαν Γιαλόν κ' εις τον Μικρόν Γιαλόν. Καράβια εγέμισε ο τόπος ο υγρός, εμαύρισε όλ' η θάλασσα.

Εκυματίζαν τα σπαρτά, χαρά του ζευγολάτη, Και κάπου κάπου ανάμεσα ξεπρόβαιν' ένα στάχυ Και έγερν' εδώ, κ' έγερν' εκεί, το τρυφερό κεφάλι Ωσάν να παραμόνευε να ιδή κι' αυτό το Διάκο. Κι' ωστόσο ανθρώπινη φωνή μέσα σ' αυτόν τον κόσμο Που φαίνετ' ολοζώντανος, καμμιά δεν αγροικιέται. Ούτε φλογέρα ποιστικού, ούτε χαράς τραγούδι Ούτ' αγωγιάτη σάλαγος.

Εκύτταξε δι' αυθορμήτου κινήματος δεξιά και αριστερά, μέσα εις τα κλαδιά τα διαχαράσσοντα κατά μήκος εν πρασίνω δροσερώ πλαισίω τον ανωφερή δρομίσκον, μετ' εμφύτου τρόμου, φοβουμένη μη ίδη έξαφνα εξηπλωμένον ανάμεσα εις ένα σχοίνον και μίαν κομαριάν το σώμα του γαμβρού της. Διότι ανησύχει πολύ, και δεν είξευρε τι είχε γείνει, ο προκομμένος.

Ανταμωθήκανε στους όχτους του ποταμού, ο καθένας από τη δική του μεριά, ο ποταμός ανάμεσα, μόνοι τους. Οι ανθρώποι τους παραμερισμένοι κάτι μακρήτερα. Άρχισε τότες η ομιλία. Είπε πρώτα ο Θοδορίχος τα παράπονά του, από τον καιρό που βρέθηκε γελασμένος στα στενά του Αίμου.

Ο μεγάλος εκείνος ο δρόμος που πήρε το καινούριο το κίνημα ανάμεσα σε τόσα ετοιμόπεφτα και μισοζώντανα συστήματα της αρχαίας ζωής δεν μπορούσε να μείνη κι ως το τέλος ομαλός κι ανεμπόδιστος.

Στο αναμεταξύ αυτός, πιάνοντας την πιο καλή γίδα και στεφανόνοντάς τη με κισσό, καθώς την είδαν οι εχτροί, και γάλα χύνοντας ανάμεσα στα κέρατά της, τη θυσίασε στις Νύμφες· κι αφού την εκρέμασε, την έγδαρε και το τομάρι το κρέμασε τάμα.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν