United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο γέρων πυρωμένος από τα διάφορα πιοτά που έπιεν, εδόθη εις κάποιαν χαροποίησιν, και έκαμε κάθε δυνατόν διά να λάβουν κάποιαν ηδονήν και οι ξένοι εκείνοι, και καταλαμβάνοντας ότι δεν εκατόρθωνε τίποτε, με το να ήταν πολλά μελαγχολικοί διά τες δυστυχίες τους, είπεν.

...Ανέβαινε ολοένα πυρωμένος ο ήλιος, φλογερός. Εζέστενε όξω τις στεριές, εξάστραφτε μέσα στα πέλαγα, έσβυνε και τον φαρδύν τον ίσκιο του Ταΰγετου. Εξύπνησε και τους τζιτζικάδες μέσα στο νησάκι, δίπλα μας, που καθισμένοι πάνω στις αμυγδαλιές μας εγλεντούσαν με τα τρυφερά τραγούδια τους.

Ψηλά πυρωμένος ο ήλιος φώτιζε την πολιορκία του βουνού, κι' ετοίμαζε τις αγκαθωτές ακτίνες του για να στεφανώσει το νικητή. Πότε όμως θα τελείωνεν αυτό;... Άρχισε να λογαριάζει: — Τώρα έχουνε κυριευθεί τα χαμηλώματα και οι κατότερες καναλιές. Οι ράχες αντιστέκονται κι' αντιστέκονται ακόμα.

Για να φανεί από την άλλη του πλευρά, πέρασα, από μια ξύλινη σκεπαστή είσοδο, από μιαν αυλή γεμάτη γυαλιά σπασμένα, χώματα, σανίδια και κάρβουνα· δεξιά, κοντά στα τείχη, ήταν ένας φούρνος πυρωμένος κ' έφτειαναν μπουκάλες, εργάτες που ψήνονταν κ' έλυωναν στην ανθρακιά. Αφού πέρασα την αυλή είδα το χαριτωμένο παλάτι, ολόκληρο, σχεδόν κολλημένο στο μεγάλο τοίχο.