United States or Central African Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε ο γέρων που είχε την έλαφον, τον επληροφόρησε δι' όσα συνέβησαν μεταξύ του Πραγματευτού και του Τελωνίου. Απεκρίθη εκείνος· είμαι περίεργος να προσμείνω διά να ιδώ το αποβησόμενον· και εκάθισε σιμά εις τους άλλους. Και εν τω αναμεταξύ που συνωμιλούσαν οι τρεις, ιδού φθάνει ένας τρίτος γέρων, και αυτός πλησιάζοντας τους ηρώτησε διατί ο πραγματευτής ήτο έτσι λυπημένος και αδημονών.

Με τα σωστά σου, μάννα; είπεν ο Μάχτος αδημονών. — Τι έπαθες, μικρέ μου; είπεν η Γύφτισσα. — Τι έπαθα; Η Αϊμά πού είνε; — Πού θέλεις να είνε; Όπου είνε θαρθή. — Αλλά λείπει πολλήν ώραν; — Δεν ξεύρω πόσην ώραν λείπει, μικρέ μου, είπεν η Γύφτισσα. — Και τι κάμνεις εδώ; Να μη ξέρης πότε έφυγε, και πού πάγει; — Πού θέλεις να πάγη; Δουλειά θα έχη. — Εγώ υπήγα παντού. Δεν είνε πουθενά.

Μη έχων τι άλλο να κάμη ο υγιέστατος εκείνος ασθενής, χασμώμενος εκ πλήξεως, αδημονών διά τον αδικαιολόγητον περιορισμόν του, και στενοχωρούμενος υπό της αγωνίας αυτού περί της τύχης της ερωμένης του, προσεπάθει να απατήση τον καιρόν, και να διασκεδάση την πλήξιν του αναθεωρών και τακτοποιών την μικράν αυτού οπλοθήκην.

Αν την πρωίαν της παραμονής του έτους 1859 υπήρχον εν Αθήναις νέοι στενοχωρημένοι και αδημονούντες διά την κενότητα του πουγγίου τωνκαι θα υπήρχον βεβαίως πολλοί — , ο μάλλον εξ αυτών αδημονών ήτο κατά πάσαν πιθανότητα ο Δημήτριος Ξυδάκης. Πριν ή όμως γνωρίση ο αναγνώστης το αίτιον της στενοχωρίας του ήρωός μου, καλόν είνε να γνωρίση αυτόν τον ίδιον.

Όταν ο Καρπάθιος του εφώναζε: «Μανώλη! ω Μανώλη!», του απήντα επισύρων, ως εκείνος, την φωνήν: — Τι-α-θέλεις, μάστορη; Λάσπην ή πέτρες; Εγέλα δε και όταν ακόμη ο Καρπάθιος, αδημονών, του ετίνασσε το μυστρί κατά πρόσωπον και τον επασάλειβε με πηλόν. Τούτο άλλως τε του έδιδε την ευχάριστον πρόφασιν να τρέχη εις τον ποταμόν διά να νιφθή και να βλέπη τας γυναίκας που έπλυναν με τα φορέματα ανασυρμένα.