United States or Central African Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δε στέκουν τότες, μον σκορπούν κι' οι δυνατοί Λυκιώτες 659 όλοι, σαν είδαν κι' έπεσε στη μάχη ο βασιλιάς τους· κι' αρπούν τα όπλα οι Δαναοί απ' του νεκρού τους ώμους, 663 αχτιδοβόλα χάλκινα, που σ' ένα διο συντρόφους τάδωκε του Μενοίτη ο γιος ναν του τα παν στα πλοία. 665

Του τα πλήρωσα με τον τόκον, σαν εγγλέζος. — Τα πλήρωσες όταν είχες, και αυτός σου τάδωκε όταν δεν είχες, υπολαμβάνει ο σιδηροδρομικός υπάλληλος. Δεν ημπορείς να πης ότι δεν του έχεις υποχρέωσιν. — Υποχρέωσιν του έχω, αλλά δεν του δίδω δι' αυτό την ψήφον μου. Τον θέλω διότι είνε άνθρωπος ικανός, είδε ξενόν κόσμον, κ' εσπούδασε και δύο χρόνια εις το Παρίσι τα δημοτικά. — Πήρε και δίπλωμα;

Και πρώτα ο γέρος έπιασε να πει και να ρωτήσει «Μίλα, Δυσσέα ξακουστέ, των Αχαιών καμάρι, πες, τ' άτια πώς τα πήρατε; Τι, μπήκατε ως στων Τρώων 545 μες στο στρατό; ή σας τάδωκε κάνας θεός στο δρόμο; Μώρ' άλογα τα λες αφτά, για του ηλιού 'ναι αχτίδες; Σ' όλες τις μάχες βγαίνω εγώ, μηδέ συνήθιο τόχω θαρρώ να μένω πίσω αργός κιας είμαι τόσο γέρος· μα τέτια ζώα ως σήμερα δεν ξάνοιξα, δεν είδα. 550 Θεού θενάναι δώρα αφτά που βρήκε σας στη στράτα , τι και τους διο σας αγαπάει, το ξέρω, ο Ελυμπήσος του Κρόνου γιος κι' η Αθηνά, του Δία η θυγατέρα

Μα τάδε εκεί ο αφέντης τους ο Πολυδάμας πρώτος κι' έτρεξε ναν τα πιάσει έφτύς. Και τότες στον Αστύνο 455 τάδωκε, στου Πρωτιά το γιο, και τούπε και ξανάπε νάχει τα μάτια τέσσερα κι' αλάργα να μη στέκει· κι' ο ίδιος πάει τους μπροστινούς και ξανασμίγει πάλι.

Τώρα άλλου αν είχαμε νεκρού αγώνα, εγώ το πρώτο θα κέρδιζα και στο γοργό θα πάγαινα καράβι, 275 τι ξέρτε πόσο τ' άτια μου στο τρέξιμο νικούνε. Αθάνατά 'ναι· ο Ποσειδός του γέρου μου πατέρα τα χάρισε, κι' εμένα αφτός μού τάδωκε κατόπι.

Έπειτα γύρω φόρεσε στο στήθος τα τσαπράζα, που θυμητάρι μια φορά του τάδωκε ο Κινύρης. 20 Γιατί ως στην Κύπρο τ' άκουσε τα θαυμαστά μαντάτα πως παν μ' αρμάδα οι Δαναοί τους Τρώες να χτυπήσουν· δώρο γι' αφτό του τόστειλε, για ναν τον καλοπιάσει.

Δος μου το πρόσφορο κι' τ' άναμα, ευλογημένη! της είπε. Η γριά, πασπατεύοντας στα σκοτεινά, πήρε την προσφορά, και τ' ανάμα, που τα είχε μαζύ στη σκαλοφρύδα, έβγαλε και τρεις κόκκινες λαμπάδες μέσα από μια κασσέλα κι' ανοίγοντας τη θύρα του δωματίου της, του τάδωκε όλα του παπά, ρωτώντας: — Κάνει, δέσποτα μ', να κοινωνήσω, που δεν κοιμήθηκα καθόλου απόψε;

Και τότε απ' την πολύδακρη ο Έχτορας τη μάχη 192 στάθηκε πέρα, κι' άλλαζε τα πλουμιστά άρματά του. Και τη δική του αρματωσά στους ασπιστάδες Τρώες τη δίνει μέσα ναν του παν στο στεριωμένο κάστρο, κι' έβαζε αφτός τ' αθάνατα τα όπλα τ' Αχιλέα 195 που ουράνιοι στον Πηλιά θεοί τα χάρισαν, κι' εκείνος τάδωκε πάλι γέρος πια του λατρεμένου γιου του. 196