United States or Norfolk Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ευρέθη να έχη πάπλωμα, ενώ όταν επρωτοήρθε δεν είχεν άλλο τίποτε παρά της κόττες. Αλλά φαίνεται ότι ο εξάδελφός της τής είχε φέρει από άγνωστον μέρος, εν τω μεταξύ, αυτό το πάπλωμα. Από την ημέραν εκείνην ήρχισε μεγάλη γρίνια και φαγούρα μεταξύ του Βαγγέλη και της εξαδέλφης του.

Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Τι τάχα συ περίμενες που 'ριξες το παιδί σου; ΚΡΕΟΥΣΑ Επίστευα πως ο θεός θα σώση τη γενειά του. Αχ! του σπιτιού σου τη χαρά ποιά συφορά τη δέρνει! ΚΡΕΟΥΣΑ Τι κρύβεις το κεφάλι σου και κλαις, ω γέροντά μου; Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Πού βλέπω τον πατέρα σου και σε δυστυχισμένους. ΚΡΕΟΥΣΑ Έτσ' είν' ο κόσμος• τίποτε στη θέσι του δεν μένει. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Έ, τώρα η λύπες, κόρη μου, ας μη μας παρασέρνουν.

Ή μάλλον δεν χρειάζεται τίποτε, παρά συ, παιδί, επρόσθεσεν ιδών ένα ψυκτήρα χωρούντα περισσότερον από οκτώ κοτύλας , φέρ' εδώ εκείνον εκεί τον ψυκτήρα.

Ο Πετρώνιος κατέβη και ηγόρασε κομψόν χειρόγραφον και το ενεχείρισεν εις τον Βινίκιον. — Σου το δωρίζω τω είπεν. Ευχαριστώ, απήντησεν ο Βινίκιος παρατηρών τον τίτλον: Το «Σατυρικόν»; Είναι νέον; Τίνος είναι; — Ιδικόν μου. Αλλά κανείς δεν το γνωρίζει και συ μη λέγης εις κανένα τίποτε περί αυτού.

Ω θα είναι βέβαια φοβερό να είναι κανένας στην κατάστασή της. Να μην μπορή να κάμη τίποτε και να πέφτη συντριμένη με το παραμικρότερο που της φέρνει ανησυχία ή θλίψη. Να συλλογίζεται ακατάπαυτα το θάνατο, που πιστεύει πως θα έρθη, μα δεν έρχεται.

Ώστε δεν είναι δικό τους λάθος, είπε ο Μαρτίνος. Οι περισσότεροι πονταδόροι, που δεν καταλαβαίνανε τίποτε απ' αυτά τα λόγια, πίνανε· κι' ο Μαρτίνος συζήτησε με το σοφό, κι' ο Αγαθούλης διηγήθηκε μερικές του περιπέτειες στην οικοδέσποινα. Μετά το δείπνο, η Μαρκησία οδήγησε τον Αγαθούλη στην κάμαρά της και τον έβαλε να καθίση σ' έναν καναπέ.

Εάν δε πάλιν το μετρούμενον αυτό ή το εφαπτόμενον είχε μίαν από αυτάς τας ιδιότητας, δεν ήτο δυνατόν να μεταβληθή αυτό το ίδιον, όταν το πλησιάση κανέν άλλο, ή πάθη τίποτε αυτό το οποίον το πλησιάζει, χωρίς να πάθη αυτό το ίδιον.

Αυτό. Διότι τι άλλο ημπορούμεν να παραδεχθώμεν; Ξένος. Τόρα δε πάλιν ψευδής κρίσις δεν θα είναι εκείνη, η οποία φρονεί τα αντίθετα από τα υπάρχοντα, ή άλλο τίποτε; Θεαίτητος. Βεβαίως τα αντίθετα. Ξένος. Λέγεις λοιπόν ότι η ψευδής κρίσις παραδέχεται τα μη υπάρχοντα; Θεαίτητος. Κατ' ανάγκην. Ξένος. Πώς άραγε; Διότι φρονεί ότι με κανένα τρόπον δεν υπάρχουν τα μη όντα, ή ότι υπάρχουν κατά τινα τρόπον.

Συλλογιζόμουνα και τον παραλυτικό, που τα πόδια του δε βαστούσανε να τονέ φέρουν ως το λευκό δρομαλάκι και που το κύτταζε θλιμμένος απ' τη ρίζα της πιπεριάς. Και ύστερα τον εαυτό μου, που η ψυχή μου παράλυσε στη μέση του δρόμου και γύρισα πίσω, χωρίς να ξέρω το γιατί. Ο άλλος κόσμος προχωρούσε χωρίς να συλλογίζεται τίποτε.

Περί το δειλινόν, ο ξένος φίλος του, περίεργος ως πας άνθρωπος, τον είχε παρακαλέσει, και μετέβησαν ομού αντικρύ του σχολείου, όπου σταθέντες παρά τινα γωνίαν εθεώντο την εκλογικήν κίνησιν. — Όχι δι' αυτό, ανένευσεν εντόνως ο Λέανδρος Παπαδημούλης. Αι ατομικαί ιδέαι μου, φίλε, δεν φαίνονται να έχωσι τίποτε το πρακτικόν, και διά τούτο δεν αγαπώ να τας εκθέτω.