United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά διατί να είπω περισσότερα; Τώρα ιδού φορτωμένος αλυσίδες εις την φυλακήν αυτήν. Αύριον θα είμαι ελεύθερος. Αλλά πού; Χοπ-Φρωγκ Δεν εγνώρισα ποτέ πρόσωπον έχον μεγαλυτέραν από τον βασιλέα αυτόν κλίσιν εις τας απολαύσεις της φάρσας. Εφαίνετο ότι δεν ζη παρά διά να κάμνη φάρσας.

Ευχαριστώ, είπεν ο Βινίκιος και οι δύο συνομιληταί εχωρίσθησαν. Ο Βινίκιος μετέβη εις την βιβλιοθήκην και έγραψε προς την Λίγειαν. Έφερε μόνος του την επιστολήν προς τον χριστιανόν εκατόνταρχον. Ούτος εισήλθεν εις την φυλακήν και μετ' ολίγον ενεφανίζετο προ του Βινικίου. — Η Λίγεια, τω είπε, σε χαιρετά. Την απάντησιν θα σου την φέρω εντός της ημέρας.

Όλη η επιστολή απέπνεε χαράν και ελπίδα. Δεν περιείχεν ειμή μίαν μόνην επιθυμίαν, ίνα ο Βινίκιος αποκομίση το σώμα της από του αμφιθεάτρου και την θάψη ως γυναίκα του εις τον τάφον, όπου αυτός έμελλε μίαν ημέραν να αναπαυθή. Την επομένην, όταν ο Βινίκιος ήλθεν εις την φυλακήν, ο εκατόνταρχος του είπεν: — Ο Χριστός σου επεδαψίλευσε σήμερον την χαράν του.

Διέταξε ταυτοχρόνως και τον Νικόλαον Πετμεζάν να διαβή διά θαλάσσης όπισθεν του μοναστηρίου και να κινηθή και αυτός εκείθεν κατά των εχθρών. Προς το μέρος, όπου ούτος έμελλε, να αποβή, οι εν τω μοναστηρίω εχθροί είχον πέμψει φυλακήν συγκειμένην από εκατόν περίπου στρατιώτας.

Σκεπτόμενος ότι πάσαν στιγμήν ήτο δυνατόν να ανοιχθώσι τα κιγκλιδώματα, ήρχισε να κράζη μεγαλοφώνως την Λίγειαν και τον Ούρσον, με την ελπίδα ότι, εν απουσία αυτών, κάποιος, όστις θα τους εγνώριζε, θα του απεκρίνετο. Τω όντι άνθρωπός τις, ενδεδυμένος με δέρμα άρκτου, τον έσυρεν από την τήβεννον και του είπεν; — Αυθέντα, έμειναν εις την φυλακήν.

Το κώνειον του Σωκράτους, μας είπε τότε ο Γεροστάθης, μ' ενθυμίζει το κώνειον του Φωκίωνος· διότι και αυτός ο χρηστός πολίτης των Αθηνών διά του κωνείου απέθανεν εις την φυλακήν. Ποτέ ο Φωκίων δεν εκακοποίησε συμπολίτην του, αλλ' ούτε εθεώρησέ ποτέ τινα ως εχθρόν του· πολλάκις μάλιστα, ως βεβαιόνει ο Πλούταρχος, εβοήθησε και γενναίως επροστάτευσεν ανθρώπους, οίτινες τον είχον βλάψει.

Δεν είναι διά κατάσκοπος το ανθρωπάριον τούτο. Δεν τα έχει σωστά. Είναι κουτός ο δυστυχής! Και εξηκολούθησε ταπεινότερα τη φωνή μεταξύ των ο περί εμού λόγος, αλλά δεν ήκουα τι έλεγον. Ο Αράπης μ' έσυρεν έξω της σκιάδος και με ωδήγησε πάλιν εις την φυλακήν. Δεν ήτο εκ των καλλιτέρων νυκτών μου εκείνη, ούτε η επομένη, αναγνώστα μου.

Ο Βινίκιος και η Λίγεια είχον λησμονήσει την φυλακήν, όλον τον κόσμον, και ενούντες τας ουρανίους ψυχάς των, ήρχισαν να προσεύχωνται. Μόλις εξημέρωνε, τα πρώτα κύματα του πλήθους είχον αρχίσει να συρρέουν προς τους κήπους του Καίσαρος.

Διαταγήν; επανέλαβεν ο Βινίκιος ωχριάσας. Ο στρατιώτης τον παρετήρησε με συμπαθές ύφος και είπε: — Ναι, του Καίσαρος, άρχον. Υπάρχουν πολλοί άρρωστοι εις την φυλακήν και ίσως φοβούνται μήπως οι επισκέπται μεταδώσωσι την επιδημίαν εις την πόλιν. — Αλλά δεν είπες ότι η διαταγή ήτο διά σήμερον μόνον! — Μας αντικαθιστούν την μεσημβρίαν.

Οι δε Λακεδαιμόνιοι όσους έχουσι να φονεύσωσι τους φονεύουσι την νύκτα και ουδέποτε την ημέραν. Επειδή λοιπόν είχεν αποφασισθή να τους θανατώσωσιν, οι γυναίκες των Μινυών, ούσαι ασταί και θυγατέρες των πρώτων Σπαρτιατών, εζήτησαν την άδειαν να εισέλθωσιν εις την φυλακήν και να ομιλήση εκάστη μετά του ανδρός της. Οι δε Λακεδαιμόνιοι τας άφησαν να εισέλθωσι, μη υποπτεύσαντες παρ' αυτών δόλον τινά.