United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φαίδων , συ ο ίδιος ευρέθης πλησίον του Σωκράτους κατά την ημέραν, κατά την οποίαν έπιε το δηλητήριον μέσα εις την φυλακήν, ή ήκουσες κανένα άλλον να το λέγη; Φαίδων. Εγώ ο ίδιος παρευρέθην, Εχεκράτη. Εχεκράτης. Και ποία είναι λοιπόν εκείνα, τα οποία είπεν ο μεγάλος αυτός άνθρωπος προ του αποθάνη, και με ποίον τρόπον απέθανεν; Ειπέ μου, διότι με ευχαρίστησιν θα τακούσω.

Και βεβαία περί της νίκης της, εσηκώθη να επαναφέρη τον Γιάννον εις την φυλακήν και να επαναλάβη τας επιθέσεις της. Τότε παρετήρησεν ότι τα παιδία έλειπον. Ηκροάσθη, αλλά καμμία φωνή δεν ηκούετο. Επροχώρησε προς τον κήπον, κράζουσα επανειλημμένως· αλλά και τότε καμμία απάντησις.

Εάν ο άγγελος της Αθωότητος τον είχε καταλίπει, ο άγγελος της Μεταμελείας τον προσέλαβεν, ύψωσε την άκραν του ιματίου του, έκρυψε το πρόσωπόν του, και εξελθών έξω έκλαυσε πικρώς, έκλαυσε και απέπλυνε το σφάλμα του, έκλαυσε και ανεγεννήθη, έκλαυσε, και ητοιμάσθη ν' ακολουθήση τον δεσπότην Του, αμετακλήτως την φοράν ταύτην, «και εις φυλακήν και εις θάνατον», εις θάνατον σταυρικόν.

Τας ετοιμασίας ταύτας παρατηρήσαντες οι εις το Μετόχιον Έλληνες και εννοήσαντες τον σκοπόν, έπεμψαν είδησιν και εις τον Βάσον, παρακινούντες τον να πέμψη την ερχομένην νύκτα ικανόν σώμα στρατιωτών εις νυκτερινήν φυλακήν αντί των ολίγων στρατιωτών, τους οποίους εσυνείθιζε να πέμπη προλαβόντως. Αλλ' αυτός δεν έπραξε κατά την παραγγελίαν.

Σήμερον θα έκαμνε κάτι τι μάλλον προς χάριν σου παρά προς χάριν μου. Αλλά μη δίδης πίστιν εις αυτά είνε ανωφελές! Εξάγαγέ την εκ της φυλακής και φύγετε. Εάν δεν επιτύχης τούτο, θα υπάρχη ακόμη καιρός να δοκιμάσης άλλα μέσα. Μάθε εν τούτοις ότι η Λίγεια δεν είναι εις την φυλακήν μόνον διά την πίστιν της. Αμφότεροι είσθε θύματα της οργής της Ποππέας. Αλλά ποίος επρόδωσε την κατοικίαν της;

Ήξευρεν ότι ουδείς πλέον είχε δικαίωμα να έλθη εις την φυλακήν, και ότι δεν θα έβλεπε τον Βινίκιον, ειμή εις τους αγώνας, και τον παρεκάλει να παρευρεθή διά να τον ίδη ακόμη μίαν φοράν. «Είτε ο Χριστός με ελευθερώση, έγραφεν, είτε ο θάνατός μου, είναι το ίδιον διά σε· αυτό μου υπεσχέθη διά του στόματος του Αποστόλου, άρα είμαι ιδική του». Και τον εξώρκισε να μη λυπήται.

Αν δέ ποτε η πατρίς, καί τοι ευεργετηθείσα παρ' υμών, φανή αχάριστος, μη αδημονήσητε, μη αγανακτήσητε· αλλ' ενθυμήθητε τον Αριστείδην εξοριζόμενον, και όμως ευχόμενον υπέρ της πατρίδος του· τον Κίμωνα εξωστρακισμένον, αλλά τρέχοντα προθύμως όπως συναγωνισθή μετά των συμπολιτών του· τον Δημοσθένην εις την εξορίαν του, αγορεύοντα υπέρ των Αθηνών· τον Σωκράτην και τον Φωκίωνα εις την φυλακήν πίνοντας το κώνειον, αλλ' ευπείθειαν εις τους νόμους και αμνησικακίαν υπέρ των φονέων των συνιστώντας.

Βλέποντάς με εις κατάστασιν που δεν ημπορούσα πλέον να υποφέρω, και φοβούμενος να μην αποθάνω εις καμμίαν φυλακήν από τα χρέη, επρόστρεξα εις την κασσέλαν μου.

Και έτσι λέγοντας επήραν τον Δαλήκ και τον έφεραν διά να τον ρίξουν εις τον σκοτεινόν πύργον κατά το πρόσταγμά της. Ο Δαλήκ πλέον ευχαριστημένος εις αυτήν την απόφασιν, παρά εις τες ευεργεσίες της, επήγαινε χαρούμενος, στοχαζόμενος πως εις την φυλακήν του ήθελεν έχει συντροφιά εκείνον τον άλλον δυστυχή γέροντα διά να παρηγορούνται.

Κατ' αυτόν τον τρόπον δοκιμάζομεν με τρόμον την μεγαλυτέραν «από τας θλιβεράς ηδονάς» από τας διηγήσεις του ταξιδίου του Δε λα Βερεβίνχ, ή των σεισμών της Λισσαβώνος, ή του λοιμού του Λονδίνου, ή των σφαγών του Αγίου Βαρθολομαίου, ή του θανάτου των ογδοήκοντα τριών δεσμωτών εις την μαύρην φυλακήν της Καλκούττας. Και απλώς, όταν τα φαντάζεται κανείς, δεν δοκιμάζει άλλο τι από την αγανάκτησιν.