United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΑΣ Αχ! θα σ' αφήσω· η 'μέραις μου, αγαπητή μου, εκλείσαν· η οργανικαίς μου δύναμες σχεδόν εσταματήσαν·του κόσμον τούτου ταις χαραίς, ω φως μου, συ θα ζήσης αγαπημένη, δοξαστή, και ίσως θ' αποκτήσης άνδρα ως εμένα τρυφερόν

Όμως ευσεβής, ως ήτο, κ' ευλαβής χριστιανός, κατώρθωνεν ευκόλως να πραΰνη την ψυχήν του, παρηγορών εαυτόν και την μητέρα του με την μόνην αληθινήν παρηγορίαν: — Έννοια σου, μητέρα. Στην άλλη ζωή να είσαι καλά. Εκεί να περάσουμε καλά, εις την αιώνιον Βασιλείαν. Να ιδής εκεί χαραίς αληθιναίς, αθάναταις χαραίς.

Καμμιά γλώσσα, φίλε μου, δεν έκαμε τέτιον δρόμον, όλαις ανέβηκαν από σκαλίδι σε σκαλίδι, ως τον ποσόν της τελειότητος, οπού εγένονταν να φτάσουν από την φύσιν τους. Επειδή η χάραις κι' η νοστιμάδαις μιας γλώσσας δεν είναι η ίδιαις με άλλης, κάθε μια έχει την ξεχωριστή της ωμορφιάν, και τα ξεχωριστά της κάλλη.

Σύρε, μητέρα μ', στο καλό και στην καλή την ώρα, κ' εμένα να με καρτεράς το Σάββατο το βράδυ, όταν σημαίνουν εκκλησιαίς και ψαίλνουνε παπάδες, τότες και συ, μανούλα μου, νάχης χαραίς μεγάλαις. Και τι χαραίς μεγάλαις, τω όντι, τι χαραίς δι' όλα τα παιδία!

Χιλιάδες χάραις έταξε, και εγύρεψεν απ' όλαις Μετάξι απ' της Πεντάμορφης Νεράιδας το κοκούλι, Αίμ' από κόρη πάρθενη, και γλιώσσα από όφιο αστρίτη. Ταύραν αυταίς και τάφεραν και πήρανε το τάμμα. Με το μετάξι η μάγισσα ύφαν' ένα μαντήλι. Τώβαψε με φειδόγλωσσαις και με παρθένας αίμα Και τρεις φοραίς το ξόρκισε, τώκαμε μαγεμμένο.

Αλλης δα καμμιάς δουλιάς, Χωριστά από της κοιλιάς, Λόγο, ξέρω, δε σ' αρέγει, Το αχείλι σου να λέγη Σ' ήκουσα πολαίς φοραίς Σε συμπόσιου χαραίς, Της ζωής σου έγνια πρώτη, Καθαυτό το φαγοπότι. Ζήσε, ζήσε για να τρως, Για να γένεσαι χοντρός. Ότι, ως φαίνεται, η φύση Πιταυτου σε έχει χτίση, Να χωνεύης θαμαστά Να μιλής γι' αυτό σωστά. Να δειπνάς, να γιοματίζης. Κι' άλλο τι να μην αχρήζης.

Εις την γειτονικήν οικίαν ητοίμαζον τα γλυκύσματα των Χριστουγέννων εν χαρά. Η κόρη έκλινε την κεφαλήν της, κρύπτουσα δύο μεγάλα δάκρυα. — Σώπα, κοπέλλα μου, σώπα, είπεν η γραία συγκινηθείσα. Ετοιμάζουν τα γλυκά εις την γειτονιά μας. Καλά. Μεθαύριο 'σά 'ρθή ο καπετάνιος μου, τότε να ιδής χορούς και χαραίς. Θάρθη και η αράδα μας.

Και ως είχε στήσει αντίκρυ των το υπέρλαμπρο θρονί της, η Πηνελόπ' η φρόνιμη του Ικαρίου κόρη, όλ' άκουεν, όσ' έλεγαν οι άνδρες εις το δώμα, ενώ με γέλια, με χαραίς, εκάθιζαντο γεύμα, 390 το πρόσχαρο, το ευφραντικόν, ότ' είχαν πολλά σφάξει· αλλ' άλλος δείπνος άχαρος δεν γίνετ' ως ο δείπνος, 'πώμελλαν γλήγορα η θεά και ο άνδρας ο γενναίος να τους προσφέρουν, ότι αυτοί τον αδικήσαν πρώτοι.

Δεν παίρνει, παράδειγμα απ' αυτόν, κι' από τον φίλον του τον Γιάννην της Κ'σάφους; Ενώ άλλοι φανατίζονται και «χαλνούν την ζαχαρένια τους» και χολοσκάνουν, αυτοί οι δύο «ζευγαράκι ταιριαστό», παράδειγμα υγιούς εκλογικής φιλοσοφίας εις όλον το χωρίον, ανήκοντες εις δύο αντίπαλα και μέχρι καταστροφής πολεμούντα άλληλα κόμματα, περνούν με γέλοια και με χαραίς, τρώγοντες, πίνοντες, ευωχούμενοι, εις υγείαν όλων των υποψηφίων, ευλόγως θέτοντες την φιλίαν των υπεράνω των κομμάτων.