United States or Zambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ανάμεσα εις την πυράν και εις τον τοίχον, ο μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης, με την κίτρινην ζωνάραν, το ξυραφισμένον γένειον και τον αγκιστροειδή μύστακα, είχεν αφήσει το μαχαίρι του μετά του θηκαρίου, και ο Γιάννης Μπουκώσης από πολλής ώρας δεν είχε παύσει να ρίπτη το βλέμμα εναλλάξ, εις το ροδοκοκκινίζον σφαχτόν και εις το μαχαίριον.

Εφοβέριζε δε ο Δρόμων ότι θα τα πη αυτά και στον πατέρα του παιδιού. ΧΕΛ. Έπρεπε, Δροσί, να τον μπουκώσης τον Δρόμωνα. ΔΡΟΣ. Τον εφιλοδώρησα, αλλά και χωρίς αυτό είνε με το μέρος μου• διότι και αυτόν τον πονεί το δόντι για την Νεβρίδα. ΧΕΛ. Όλα θα παν καλά και να μη ανησυχής.

Ο Μπουκώσης, όστις ενόει την μυστηριώδη γλώσσαν της φλάσκας, δι' ης αύτη εκάλει τους φίλους της, ως η κλώσσα τους νεοσσούς της, έκαμεν έν βήμα με τον δεξιόν πόδα, εν σχήματι ορθής γωνίας, δεύτερον βήμα με το αριστερόν γόνυ εις το έδαφος, εξηπλώθη τετραποδίζων, επλησίασεν εις τον σχοίνον, και λαβών την μεγάλην οινοβριθή φλάσκαν την επλησίασεν εις τα χείλη του, και έπιε γενναίαν δόσιν απνευστί.

Δίπλα του πρόθυμος διά να τον βοηθή εκάθητο, ακουμβών επ' αυτού του τοίχου της εκκλησίας, ανθρωπίσκος τις εκ της πόλεως, όστις δεν είχεν εννοηθή πότε και πώς είχεν έλθη εκεί, ο Γιάννης ο Μπουκώσης.

Εξηκολούθησεν ησύχως να κατακόπτη το ψητόν, είτα επανέλαβε: — Πολλά παράξενα σημεία και θάμματα γίνονταιαυτά τα στερνά τα χρόνια... Για βάλε με το νου σου, να φέρω αρνί σακάτικο γεννημένο απ' τη μάνα του, και να μην το καταλάβω!.. Τι να γένη, ας έχη δόξα ο Θεός! Ο Γιάννης ο Μπουκώσης δεν είπε γρυ.

Ο Γιάννης ο Μπουκώσης έλαβεν εκ νέου το μαχαίριον, το οποίον δεν είχεν επιστρέψει εις το θηκάριόν του, έκοψε δεύτερον, γενναιότερον τεμάχιον από το μισοψημένον σφαχτόν, και το κατέπιε μονοκόμματον. Η έρις των δύο χωρικών εξηκολούθει, και η προσοχή μεθ' ης την παρηκολούθει ο Καμπογιάννης ήτο αδιάπτωτος.

Ο Γιάννης ο Μπουκώσης επεθύμει ν' αρνηθή, αλλά δεν ετόλμα. Εφορτώθη τα δύο σταμνία κ' εξεκίνησε διά την πηγήν του Χαιρημονά, ήτις απείχε περί τα δύο μίλια, και ήτις έτρεχε τόσον φειδωλή ως το δάκρυ των εξηντλημένων οφθαλμών. Εχρειάζετο σωστήν μίαν ώραν διά να υπάγη να γεμίση τα σταμνία και να επιστρέψη.