United States or Saint Lucia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την είχα δει με τεράστια κύματα μεγαλωμένα από την παιδική φαντασία ως το αφάνταστο. Είχα δει τα φύκια, τις μέδουσες και τα θαλασσινά αστεράκια, ολάκερη την πλούσια ζωή του βυθού στους ρηχούς κόρφους και κοντά στους σταχτιούς σκοπέλους.

Το πλοίο των Μεθυμνιωτών νέων, που τη λιγαριά του κάποτε την έφαγαν τα γίδια σου, ο άνεμος το τράβηξεν εκείνη την ημέρα μακριά από τη στεριά· μα τη νύχτα, άμα σηκώθηκε στη θάλασσα πελαγήσιος άνεμος, έπεσ' έξω στη στεριά απάνω στους ακριανούς βράχους· κι αυτό χάθηκε μαζί με πολλά πράματα που ήτανε μέσα· ένα πουγγί όμως με τρεις χιλιάδες δραχμές τόβγαλε το κύμα στην αμμουδιά και κείτεται σκεπασμένο με φύκια κοντά σ' ένα ψόφιο δελφίνι, που εξ αιτίας ποτέ δεν πήγε κοντά κανένας διαβάτης, φεύγοντας τη βρώμα του ψοφιμιού.

Είχε γυρίσει πάλι το καλοκαίρι, οι αστροφεγγιές σκορπούσανε τα μάγια τους στην ακρογιαλιά, το χώμα κ' οι θημωνιές ύστερα απ' τις ψιλές βροχούλες σκορπούσανε μεθυστικές μυρωδιές στον κάμπο, και τα φύκια στην ακρογιαλιά βαλσαμώνανε τον αέρα με την αλμύρα τους. Ο Παύλος γύρισε και είπε της Παυλίνας: — Γιατί είσαι παραπονεμένη, αγάπη μου; Τι θέλεις ακόμα να σου χαρίσω ; Ό,τι είχα σου τώδωκα.

Δεν ήταν έρωτας αυτός με ρόδα και με μήλα μάτανε τρέλλ' αληθινή, κ' έξω απ' τον έρωτά του τίποτα δε λογάριαζε, τίποτα δεν ψηφούσε. Πολλές φορές εγύριζαν απ' τα χλωρά λιβάδια δίχως αυτόν τα πρόβατα κ' έρημα στο μαντρί των· κ' εκείνος τη Γαλάτεια με πόνο τραγουδώντας στα φύκια της ακρογιαλιάς απ' την αυγή ως το βράδυ, ένοιωθε πόνο στην καρδιά κ' έλειων' από τον πόνο.

Πήρα το μαντήλι της, έκοψα το κοντό μου, το βρακί μου και βούλωσα τα ξύλα. Μα τι το θέλης, η καταχνιά έστεκε πάντα και το μονόξυλο ούτε μπρος ούτε πίσω τόρα. Δε βλέπαμε τι γίνουνταν. Πέρασαν ώρες κι ώρες. Μας πήρε η αυγή φαίνεται γιατί άσπρισε γύρω μας η καταχνιά. Θάρρεψα πως θάβαζε κάνα βορριδάκι να μας πετάξη σε τίποτα μάζες, σε τίποτα φύκια, σε καμμιά καλαμιά.

Και δεν είχε να κουραστή πολύ, επειδή το δελφίνι μυρίζοντας άσκημα του χτυπούσε στη μύτη ριγμένο εκεί και σάπιο κ' έχοντας τη βρώμα του για οδηγό στο δρόμο, γλήγορα εσίμωσεν εκεί· κι άμα παραμέρισε τα φύκια, βρίσκει το πουγγί γεμάτο μ' άσπρα. Κι αφού το σήκωσε και τόβαλε στο ταγάρι του, δεν έφυγε προτού να δοξάση τις Νύμφες κι αυτή τη θάλασσα.

Και το μονόξυλο έφευγε, έφευγε, όσο που μας πέταξε πέρα σε κάτι μάζες από φύκια... Την σκαπουλήσαμε για καλά, που λες, κυρ μηχανικέ!.... Κι ο ψαράς γέλασε δυνατά. Οι μπεκάτσες είχαν ψηθή κ' η γριά με κάποια ταραχή τις απίθωσε σε μια γαβάθα. Έβγαλε τα σηκότια τους και τα δούλεψε με λεμόνι και έκαμε έτσι μια σάλτσα περίφημη, την απίθωσε κι αυτή στο πλάι, κι αρχίσαμε να τρώμε.

Το νερό πρασινογάλαζος αιθέρας έφτανε ως κάτω στον πυθμένα και μου έδειχνε ξερά τα φύκια, όχθους εδώ απόκρημνους, εκεί αμμόστρωτες απλωσές σουφρωμένες, ζεστές, των νεράιδων κρεβάτια μαλθακά και απάρθενα. Το γιούσουρι όμως όχι· κανένα σημάδι για τ' ονειρεμένο μου δεντρί. Έλεγα ν' αφήσω το γυαλί και να ξαπλωθώ στο κατάστρωμα.