United States or Taiwan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο μέγας χείμαρρος εις το μέσον της ωραίας λεκάνης, εξεχείλισε, παρέσυσε δύο γεφύρας, επλημμύρησεν εις όλα τα χαμόγεια και τα σπιτάκια των πτωχών, και έκαμνε να κολυμβούν γυναίκες και παιδία και κτήνη εις τον καταρράκτην τον βαθύν. Το νερόν υψώθη έως τα πατώματα των πτωχικών οικιών, οι περισσότεροι των κατοίκων επρόφθασαν να φύγουν εις τα υψηλά και μετέωρα.

Ψίχουλα που τα τίναξαν, θαρρείς, οι ναύται από το δείπνον των κι' εζωντάνεψαν μέσατο κύμα. Και να, τσιμπούν την κοιλιάν της σκούνας, αναίσθητον, μπακιρωμένην. Τώρα έκαμαν κύκλον. Τώρα χορεύουν τον συρτόν. Τώρα κολυμβούν ένα-ένα. Τώρα παραβγαίνουν 'ς τ' αλάργα. Πλέουν και παίζουν. Παίζουν και πλέουν.

Ήσαν δε καταστόλιστα από αγάλματα και μωσαϊκά και τα πέριξ εσκιάζοντο από πλατάνους και άλλα δένδρα. Εκεί ευρέθη ο Φαρνέσιος Ηρακλής, εις δε τα λουτρά του Τίτου ανεκαλύφθη το περίφημον σύμπλεγμα του Λαοκόοντος. Μετ' ολίγον οι δύο σοφοί πίπτουν με σεμνοπρέπειαν εις την θάλασσαν και κολυμβούν παραλλήλως, ούτως ώστε αι λευκαί κεφαλαί των φαίνονται ως ζεύγος νήσσων.

Παραίτησέ το και πήγαινε να μάθης τα παιδάκια σου να κολυμβούν. — Ας το κλωσήσω ακόμη ολίγον, είπεν η πάπια. Αφού εκάθισα τόσας ημέρας ας κάμω ακόμη ολίγην υπομονήν. — Όπως αγαπάς, είπεν η γραία πάπια, και ανεχώρησε. Τέλος πάντων έσκασε το αυγόν, πιτς, πιτς, και εβγήκεν από μέσα έν μεγάλον και άσχημον παπί. — Τι μεγάλον παπί, είπεν η πάπια. Δεν του ομοιάζει κανένα από τ' άλλα παιδιά μου.

Με όσην λύσσαν μάχονται αλεκτρυόνων ζεύγη, και καρτερούν οι θεαταί μετά παλμών και φρίκης τις εκ των δυο νικητής αγέρωχος θα έβγη, κι' ακούονται διθύραμβοι Πινδαρικοί της νίκης, και αποσπούν οι όνυχες τεμάχια κρεάτων, και χύνονται εγκέφαλοι, εντόσθια και μάτια, κι' οι πολεμούντες κολυμβούν εις χείμαρρον αιμάτων, ως να κοπή ο νικηθείς εις χίλια δυο κομμάτια, με τόσην ώρμησαν κι' αυταί η μια κατά της άλλης, της συμπλοκής των θεατής εγώ ευρέθην μόνος, και με παλμούς επρόσμενα κατάπαυσιν της πάλης, να 'δώ εις ποίαν θα δοθή το γέρας του αγώνος.

Ακούσαντες δε την είδησιν ταύτην οι Θηβαίοι έτρεξαν γρήγορα και συναντήσαντες τους Θράκας μη προχωρήσαντας εισέτι πολύ, και τα λάφυρα τους αφήρεσαν, και φοβήσαντες αυτούς κατεδίωξαν μέχρι του Ευρίπου και της θαλάσσης, όπου έμεναν τα πλοία, τα οποία τους είχαν φέρει, και εφόνευσαν πολλούς εξ αυτών κατά την επιβίβασιν· διότι οι βάρβαροι ούτοι δεν ήξευραν να κολυμβούν και διότι οι εις τα πλοία, άμα είδαν τα συμβαίνοντα εις την ξηράν, εμακρύνθησαν και έρριψαν την άγκυραν εκτός τοξεύματος.

Επροτιμούσαν να είναι έξω εις τον ήλιον και να κολυμβούν εις τα αυλάκια, παρά να κάθηνται εις τα σκοτεινά με την κλώσαν και να κακανίζουν μαζή της. Επί τέλους τα αυγά άρχισαν να σκάνουν, το έν κατόπιν του άλλου, και από κάθε αυγόν, πιτς πιτς, έβγαινε έν μικρόν πουλάκι. Έν αυγόν μόνον, το μεγαλείτερον από όλα, δεν ημπορούσεν ακόμη να σκάση.