United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παραίτησέ το και πήγαινε να μάθης τα παιδάκια σου να κολυμβούν. — Ας το κλωσήσω ακόμη ολίγον, είπεν η πάπια. Αφού εκάθισα τόσας ημέρας ας κάμω ακόμη ολίγην υπομονήν. — Όπως αγαπάς, είπεν η γραία πάπια, και ανεχώρησε. Τέλος πάντων έσκασε το αυγόν, πιτς, πιτς, και εβγήκεν από μέσα έν μεγάλον και άσχημον παπί. — Τι μεγάλον παπί, είπεν η πάπια. Δεν του ομοιάζει κανένα από τ' άλλα παιδιά μου.

Μεγάλο, μικρό... η φορτούνα το σπρώχνει κατά 'δώ. — Ξυλάρμενο; είπεν ο άλλος. — Ποιος μπορεί να διακρίνη; Παρήλθον ολίγα λεπτά της ώρας. Το πλοίον είχε πλησιάσει. Εφαίνετο να έχη κατεβασμένα τα πανιά. Ηκούσθη κρότος αλύσεως. — Να, άραξε, είπεν ο Νικολός το Πιτς. Θε μου, και να ήτον φορτωμένο κρασιά; ...ο Χριστός το στέλνει.

Επροτιμούσαν να είναι έξω εις τον ήλιον και να κολυμβούν εις τα αυλάκια, παρά να κάθηνται εις τα σκοτεινά με την κλώσαν και να κακανίζουν μαζή της. Επί τέλους τα αυγά άρχισαν να σκάνουν, το έν κατόπιν του άλλου, και από κάθε αυγόν, πιτς πιτς, έβγαινε έν μικρόν πουλάκι. Έν αυγόν μόνον, το μεγαλείτερον από όλα, δεν ημπορούσεν ακόμη να σκάση.

Δύο ή τρεις άλλοι θαμώνες έκλινον την κεφαλήν εις τα τραπέζια κ' ενύσταζον· ο κάπηλος, όρθιος παρά το κυλικείον, αφήκε μέγαν ρογχασμόν. Ο Νικολός το Πιτς κι' ο Αντώνης της Γαλοντζίτσας εξήλθον ν' αγναντέψουν το μαύρον πέλαγος, από της Αναγκιάς το Κανόνι. Τούτους ηκολούθησε μετ' ολίγον διά να ξενυστάξη κι' ο ίδιος ο καφετζής.

Σήμερον, ο Νικολός το Πιτς, και ο φίλος του, ο Αντώνης της Γαλοντζίτσας, ησθάνοντο ξηρόν τον φάρυγγα, ενώ εξημέρωνε τέτοια μεγάλη και φαιδρά εορτή, χρονιάρα μέρα!

Ανάμεσα εις τα χορεύοντα κύματα, εις το έρεβος της νυκτός και το χάος, ο Νικολός κι' ο φίλος του είδαν έξαφνα έν φως μικρόν, ως λαμπυρίς, να σείεται, ν' αφανίζεται, και πάλιν ν' ανακύπτη. Κάποιον πλοίον αγωνιούσε κ' επαράδερνεν εκεί εις το μαύρον πέλαγος. — Να, ένα καΐκι, είπεν ο Νικολός το Πιτς. — Καράβι μεγάλο είνε! είπεν ο υιός της Γαλοντζίτσας.