United States or Poland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ωραιοτάτη λέξις! Ω γνήσιε, το γράμμα μου να επιτύχη μόνον, και ξεπερνά τον γνήσιον ο αγενής Εδμόνδος. Θηριεύω τότε κ' ευτυχώ! Λοιπόν, θεοί, ελάτε, τους νόθους προστατεύετε! Εισέρχεται ο ΓΛΟΣΤΕΡ. ΓΛΟΣΤ. Ο Κεντ εξωρισμένος! Και ωργισμένος έφυγεν ο Γάλλος! Και απόψε έφυγ' ο Ληρ! Παραίτησε και θρόνον κ' εξουσίαν κι' αρκείται με μηνιάτικο!

Ω φίλε, μεγάλην σύγχισιν μου έδωσες μην ηξεύροντας πού ήσουν, και εφοβούμουν μήπως και σου έτυχε τίποτες εναντίον και ποίαν μεταβολήν βλέπω εις του λόγου σου; υποκάτω εις ποία φορέματα μου παρουσιάζεσαι εις τους οφθαλμούς μου, μου φαίνεται να είσαι εις καλήν στάσιν; Βέβαια, φίλε μου εγώ του απεκρίθηκα, η τύχη μου μ' εμετάβαλεν εις ευτυχίαν· θέλω και συ να είσαι μάρτυς όλης μου της ευτυχίας και να ωφεληθής και συ από την ευτυχίαν μου· παραίτησε το κονάκι σου, και έλα να κατοικήσης μετ' εμένα.

Παραίτησε τα σχέδια του γάμου σου, Ρεγάνη. Προς χάριν της συζύγου μου εγώ τον εμποδίζω. Τον λόγον της τον έδωκε κρυφά εις τον Εδμόνδον. Δεν συγχωρώ, ο άνδρας της εγώ, να της τον πάρης. Αν θέλης άνδρα και καλά, εμένα ερωτεύσου. Αυτός αρραβωνίσθηκε με την αρχόντισσάν μου! ΓΟΝΕΡ. Τι κωμωδία είν' αυτή; ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Φορείς σπαθί, Εδμόνδε.

Λοιπόν παραίτησε και συ, Ρωμαίε, τ' όνομά σου, και δι’ αυτό σου τ’ όνομα, που μέλος σου δεν είναι, εμένα όλην πάρε με. ΡΩΜΑΙΟΣτον λόγον σου σε παίρνω· 'πέ με αγάπην σου, κ' ευθύς μ' εβάπτισες εκ νέου· από εδώ κ' εμπρός εγώ δεν είμαι ο Ρωμαίος. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ποιος είσαι συ, που έρχεσαι κρυμμένος ‘ς το σκοτάδι, και χώνεσαι ‘ς τα μυστικά κρυφομιλήματά μου;

Έτσι το κάνουν κι' οι θεοί• για ιδές ταγάλματά τους στα χέρια• σαν ευχόμεθα να δώσουν ταγαθά τους, στέκουν, κι' ανάποδα κρατούν τα χέρια τους αείποτε, όχι να δώσουνε κι' αυτοί, αλλά ν' αρπάξουν τίποτε. Α' ΑΝΗΡ Ευλογημένε άνθρωπε! παραίτησε με τώρα να προετοιμασθώ κ' εγώ• και μη μου τρως την ώρα, να συμμαζέψω τούτα εδώ. . . Πού τώχω το λουρί; Β' ΑΝΗΡ Με τα σωστά σου θα τα πας;

Παραίτησέ το και πήγαινε να μάθης τα παιδάκια σου να κολυμβούν. — Ας το κλωσήσω ακόμη ολίγον, είπεν η πάπια. Αφού εκάθισα τόσας ημέρας ας κάμω ακόμη ολίγην υπομονήν. — Όπως αγαπάς, είπεν η γραία πάπια, και ανεχώρησε. Τέλος πάντων έσκασε το αυγόν, πιτς, πιτς, και εβγήκεν από μέσα έν μεγάλον και άσχημον παπί. — Τι μεγάλον παπί, είπεν η πάπια. Δεν του ομοιάζει κανένα από τ' άλλα παιδιά μου.

ΛΗΡ Ψεγαδιασμένη, έρημη και αποκηρυγμένη, με προίκα την κατάραν μου, αντί μ' ευχήν μ' οργήν μου, εάν την θέλης πάρε την· αν όχι, άφησέ την. ΒΟΥΡ. Αυθέντα μου, συμπάθησε, αλλά μ' αυτούς τους όρους μ' αλλάζεις την απόφασιν. ΛΗΡ Λοιπόν παραίτησέ την, διότι, μα τον Πλάστην μου, άλλην δεν έχει προίκα.

Για τούτο μόλις τον είδε να βγαίνη από τα σύνορα της λογικής τον παραίτησε. Τυχερό που η κυρά Πανώρια ήταν σύμφωνη. Κίνησαν κ' οι δυο χωρίς να ειπή ο ένας στον άλλον καταπού θα πάνε. Πήρανε τον ίδιο δρόμο σα να τον είχανε προμελετημένο. Φτάσανε στο σπίτι της Ελπίδας με αγώνα και κόπο, μα φτάσανε. Γύριζε τώρα στ' αμπέλι της σα νοικοκύρης.

Παρηγορήσου με αυτήν κ' εξόριστος, υιέ μου. ΡΩΜΑΙΟΣ Εξόριστος! 'ς τον άνεμον φιλοσοφία τέτοια! Αν η φιλοσοφία σου δεν ημπορή να κάμη μιαν Ιουλιέταν, δεν 'μπορή να ξερριζώση πόλεις, αν δεν 'μπορή το πρόσταγμα του πρίγκηπος ν' αλλάξη, δεν ωφελεί, δεν βοηθεί! — Παραίτησε τα λόγια. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Αυτιά δεν έχουν οι τρελλοί· το βλέπω. ΡΩΜΑΙΟΣ Πώς να έχουν, αφού και 'μάτια να ιδούν οι φρόνιμοι δεν έχουν.