Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
Είχον δε κατά την απουσίαν του διαρπαγή τα πλείστα εκ των πατρικών του κτημάτων και μόνον οι αγροί υπελείποντο, οι οποίοι είχον αξίαν δεκαπέντε περίπου ταλάντων• διότι η όλη περιουσία, την οποίαν ο γέρων αφήκεν, θα ήτο έως τριάκοντα ταλάντων και όχι, όπως ο γελοιωδέστατος εκείνος Θεαγένης έλεγε, πέντε χιλιάδων.
Όμοροι δε των Νασαμώνων είναι οι Ψύλλοι, οίτινες εξωλοθρεύθησαν κατά τον ακόλουθον τρόπον· πνεύσας ο νότος εξήρανε παν ό,τι περιείχεν ύδωρ, και όλη η χώρα την οποίαν περικλείει η Σύρτις εγένετο αυχμηρά. Εξολοθρευθέντων δε αυτών, κατέλαβαν την χώραν οι Νασαμώνες.
Τέτοια διαλάλησε προσταγή το σαββατόβραδο στο μεσοχώρι και στ' ανηφορικά σταυροδρόμια ο πρωτόγερος, ανεβαίνοντας σε ξάγναντους και σε πεζούλια απάνου, ακουμπώντας κατά πίσω το χοντροκαμωμένο κορμί του στο δεκανίκι του το κρανένιο και προβάλλοντας κατά 'μπρός τ' ανοιχτά στήθια του, ως νάθελε να βγάλη μες από τα σωθικά όλη του τη βροντερή φωνή και να την χύση σ' όλο το χωριό γύρα.
Ακούς τι σου λέω ψιθυριστά, χαμηλά, ντροπαλά, αγάλια αγάλια σαν τα δέντρα που σου μιλούνε; Σε χαδέβει η φύση όλη κ' η φωνή μου σε χαδέβει. — Λέλα, μη σου φανή ξένο το ρώτημά μου. Λέλα, πες το, σε παρακαλώ. Τι σε πειράζει να μου το πης; Ίσως άφησες εκεί κάτω στην πατρίδα κανένα φίλο — ίσως κανέναν που αγαπάς; — Όχι, μου κάμνει σιγά, πουθενά δεν έχω φίλο.
Την παράλλη μέρα, ενώ όλη η Αυλή του Βασιληά Μάρκου ετοιμαζότανε για την αναχώρησι από το Τινταγκέλ, ο Τριστάνος, ο Γκορνεβάλης, ο Καερδέν κι' ο ιπποκόμος του, φόρεσαν τους θώρακες, πήρανε τα σπαθιά και της ασπίδες τους, κι' από κρυφούς δρόμους τράβηξαν για τ' ωρισμένο μέρος. Μέσα από το δάσος περνούσαν δυο δρόμοι για τον Άσπρο Κάμπο.
Δυο φλογερά δάκρυα &αυλάκωσαν& τα καταπάρθενα μάγουλά της, και σε ολίγο όλη η συνοδειά είταν μέσα στο χωριό, όπου άρχισαν να χωρίζωνται, γιατί η κάθε γυναίκα έμπαινε στο σπίτι της. Το Μικρό Χωριό είναι όνομα και πράμμα μικρό χωριό. Έχει το όλο δέκα μόνο σπίτια, χτισμένα με άσπρο ασβεστολίθι και σκεπασμένα με άσπρες πλάκες. Κεραμίδια εκεί δεν ξέρουν τι πράμμα είναι.
Ο Ίδας, μ' όλα τα ξεχωριστά λογοτεχνικά του χαρίσματα, θαπομένει στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας περισσότερο ως π ο λ ε μ ι σ τ ή ς, militant, παρά ως λογοτέχνης. Η κυρίαρχη γραμμή σ' όλη τη σκέψη του, σ' όλη την εργασία του, είταν ο αγώνας, ο πόλεμος.
Έδειχνε γροθιά στη στεριά, γροθιά στον άνεμο πίσω του· γροθιά στο κύμα που εκαβαλίκευε το ξύλο, έγδυνε το κατάστρωμα κουρσάρος ακαταγώνιστος. Δυο φορές έσυρε το χέρι στο στυλέτο· πάλι το έρριξε κάτω νεκρό. — Ωχ θε μου! είπε βαρυστενάζοντας· πνίξε με να μην κριματίσω. Άξαφνα όμως ο Γιώργης ετινάχθηκε ολόρθος κ' έπεσεν απάνω στο τιμόνι με όλη του τη δύναμι.
— Έτσα θαρρώ πως θα το κάνω κεγώ, είπεν ο Μανώλης σκεπτικός. Και μετά σιωπήν ολίγων στιγμών ηρώτησε με φωνήν διστακτικήν: — Μα ... να μου δώσης θες το Μαρούλι; Η Καλιώ τον ητένισε με βαθύ εξεταστικόν βλέμμα. — Να ξεμπλέξης πρώτα απού τσοι Θωμαδιανούς ... Εγώ σούπα πως το θέλω με όλη μου την καρδιά. — Και τα Μαρούλι, θεια Καλιώ, θέλει; είπεν ο Μανώλης με φωνήν παλλομένην από συγκίνησιν.
ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Είναι δύσκολο να μην είναι κανένας άδικος σ' ό,τι αγαπά. Μα ας ξαναγυρίσουμε τώρα εκεί που είχαμε καταλήξει. Τι έλεγες; ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Απλούστατα, ότι στις καλύτερες ημέρες της Τέχνης δεν υπήρχαν τεχνοκρίτες. ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Μου φαίνεται πως άκουσα αυτή την παρατήρηση πρωτήτερα, Ερνέστε. Έχει όλη τη ζωτικότητα μιας πλάνης κι όλη την οχληρότητα παληού φίλου. ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Είν' αλήθεια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν