Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025


Ο ψαράς ευθύς βλέποντας τόσον πλήθος ψάρια έρριξε τα δίκτυά του, και έβγαλε μόνον τέσσαρα· και όταν τα είδεν, εθαύμασεν διά τέτοιον παράδοξον φαινόμενον, ότι ήσαν δηλαδή τεσσάρων λογιών χρώματα τα ψάρια, ήγουν άσπρα, κόκκινα, γαλάζια και κίτρινα και τα τέσσαρα που έπιασαν ήτον το καθένα από αυτά τα χρώματα· και καθώς αυτός δεν είχεν ιδεί ποτέ παρόμοια ψάρια, όσον τα εστοχάζετο τόσον και ελάμβανε καλάς ελπίδας να κερδίση αρκετήν ποσότητα από αυτά.

Παρέκει γέροντας ψαράς σε ριζολίθι απάνω σέρνει με βια το δίχτυ του, ένα μεγάλο δίχτυ, και μοιάζει και στη δύναμι με κουρασμένον άντρα. Λες και ψαρεύει μ' όλη του τη δύναμι στα χέρια· πρήσκονται γύρω ολόγυρα του σβέρκου του τα νεύρα και μοιάζει νιος στη δύναμι κι ας είνε κι ασπρομάλλης.

Εψές δεν ήμουν εδώ. — Και πού ήσουνα; ηρώτησεν ο γέρος. — Υπήγα μ' ένα φίλον μου. — Πού; — Εις το ψάρευμα. — Α, είσαι και ψαράς; — Όχι, δι' ευχαρίστησιν μόνον. Ο Βούγκος, όστις ήτο εις άκρον απονήρευτος, εκύτταξε κατά πρόσωπον εις τον ξένον. Ούτος παρετήρησε το βλέμμα αυτού. — Τι είνε, Βούγκο; τω είπε· τι με κυττάζεις;

Έτρεχε η βάρκα μας αργή· εδιάνοιγε η καρίνα μας ταφροστεφανωμένα αβλάκια πίσωθε· να παίζη, να κυλιέται, να χορέβη το φεγγάρι μέσα τους. Βουβός ο γέρος ο ψαράς έλαμνε τα κουπιά μας.

Πάνοπλος, με τον κάμακα και τον γάντζον και την μάχαιραν, εμπεπηγμένα εν τη ζώνη, με το πυροφάνιον εσβεσμένον εις την μίαν χείρα, με μίαν συναγρίδα δεσμίαν εις την άλλην, με την πήραν ογκουμένην από του ώμου, επανήρχετο ο κυρ- Δημάκης εις την πόλιν. — Να κ' ένας ψαράς του βουνού! Έλεγαν όσοι τον έβλεπαν. Προσέδεσαν λοιπόν την λέμβον από τινος βράχου της νησίδος, ίνα φάγωσιν.

Ιδού λοιπόν που είμαι μέσα εις το αγγείον με πιστεύεις τώρα, ολιγόπιστε; Ο ψαράς, αντί να αποκριθή εις την φωνήν, έλαβε γρήγορα το μολυβένιον σκέπασμα με την σφραγίδα του Σολομώντος, και εστούππωσε το αγγείον· έπειτα λέγει.

Εχάραξεν είτα τας ρομβοειδείς ψάρας, εκέντησε μικρά τριγωνίδια γύρω-γύρω εις τον μέγαν κύκλον του σινίου, αποκόψασα διά μαχαιριδίου τα κρεμάμενα έξω αυτού φύλλα, και έφερεν εις την μητέρα της, ήτις τον εφούρνισεν ευχηθείσα: — Καλορρίζικος!

Η γραία Χαδούλα από της ημέρας εκείνης έζησε ζωήν τύψεων, ανησυχίας, και μ' εξωτερικόν σχήμα ως να είχε τέφραν επί της κόμης της ψαράς, τόσον ελαφρώς κυπτήν και ακίνητον ετήρει την κεφαλήν της, και ως να εφόρει την μακράν μαύρην μανδήλαν της ως σάκκον μετανοίας.

Και το μεν δόλωμα το έφαγεν ο πελώριος ορφός ή η σμίρνα η παρδαλή και μαυρειδερή, η αντιπαθής και άπιαστη, το άγκιστρον εβραχώθη κάτω εις το θαλάμι, και δεν εβγαίνει πλέον, η δε απετονιά τραβάται και τεντώνεται και κόπτεται, και ο ψαράς μένει με δύο πήχεις σπάγγον εις την χείρα.

Τι θα κάνης; Ψαράς θα γίνης να μαζεύης πεταλίδες, για περαματζής, να σε τρώη ο ήλιος κι' ο χειμώνας; Να γίνης παπάς, να σε σέβεται και να σε προσκυνά ο κόσμος. Τον κατάφεραν. Από μικρό παιδί στις εκκλησίες, γραμματισμένος, κανονάρχος, θρήσκος, ήξερε την τάξη της Εκκλησίας καλύτερα από τους ιερωμένους. Μια Κυριακή τον χειροτόνησε ο Δεσπότης διάκο, σε λίγο τον έκανε και παπά. Κι' άφησε τη θάλασσα.

Λέξη Της Ημέρας

δυσαρμονικώς

Άλλοι Ψάχνουν