Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Μα θα μου πης, πώς ζούσε ο Μαστρο- Νικόλας. Ζούσε με το γλέντι και με τις νοστιμιές. Πλέρωνε ο κόσμος το κρασί του, νακούγη τα χωρατά του. Έγεινε ο Νικόλας ως τριάντα χρονών. Οι φίλοι του άρχισαν τότες να τον βαριούνται, γιατί βγήκε άλλος νοστιμώτερος στη μέση. Ξεθύμανε πια ο Μαστρο-Νικόλας. Μα ήξερε μερικά γράμματα, τον άκουγε κ' η φωνή του. Είχε και γένεια καλά. Είταν κι όμορφος.
Αλλ' αφού, ευλογημένοι, η ιδέα σας δεν ήτον Να μας δώσετε αφ' όσα σας ζητώ το ένα τρίτον, Πώς εφέρατ' άρον άρον και εμέ στο Βερολίνο, Και μ' εκάματε να γράψω το υπόμνημα εκείνο, Που μου έβγαλε την πίστιν; . . . Α! μα, κύριοι, αυτά Σας το λέγω και εμπρός σας, πως δεν είνε χωρατά.
— Μη τον κάνεις έτσι, μωρέ· πειράζεται φοβερά ο Κεφαλλωνίτης. — Μπα· είπεν εκείνος σηκώνοντας τις πλάτες. Εγώ δεν τα κάνω να τον πειράξω. Έτσι τα λέγω, χωρατά. — Χωρατά μα εκείνος τα παίρνει στ' αλήθεια. — Δε βαριέσαι!.. Κ' έφυγε από κοντά μου αντιπατώντας τις πατούσες του στα σανίδια, σαν να έλεγε πως έτσι άσπλαχνα ημπορεί να πατήση καθένα που θα θελήση ν' αντισταθή στη χαρά του.
Και παρά λίγο να σκουντουφλήσουμε, — όχι σ' αυτήν εδώ την κοπέλλα, που ίσως προσμένει ένα γλυκό σου χαιρέτισμα, και δίχως να το συλλογιέται, σε προσκαλεί να της δώσης έναν αληθινόν πατριώτη, έναν ήρωα που ν' ακολουθήση το βασιλικό μας Λεβέντη στην εκστρατεία του! Μόνο πήγαμε να σκουντουφλήσουμε απάνω σ' εκείνον με τον αψηλό τον κολλάρο, που χωρατά δε σηκώνει. Γιατί είναι &Μεγάλος νους&.
Δεν έβγαζ' ένα λόγο τρυφερό, τα ρήματα, αι πτώσεις και τα γένη δεν τάφιναν για έρωτα καιρό, κι' εκείνη σπαρταρούσε λιγωμένη . . . η καϋμένη! Μα είδε δα κι' αυτή πως χωρατά σε δάσκαλο δεν πάνε σαστισμένο, κι' έπαυσε χάδια πια να του ζητά, και μόνο του τον άφινε κλεισμένο . . . τον καϋμένο!
Ξέσπαναν τότες στα γέλοια οι Τούρκοι, κι αντίλαλούσαν οι λόγγοι με τάσεμνα χωρατά τους.
Να σπάσω όλα μ' έρχεται του τραπεζιού τα πιάτα, μα πάλι λέγω μόνος μου: « Ω χέρι μου, σταμάτα, κι' ας λείψουν τέτοια χωρατά.» Έφαγα, δόξα τω θεώ, και τώρα ας φουμάρω, κι' ας έβγω τον αέρα μου 'στο Σύνταγμα να πάρω . . . Ω! Ω! τι κόσμος σοβαρός! Ο ένας κι' άλλος με γελά, κι' εγώ μ' αυτούς γελώ, ψέμματα όλοι μου πουλούν, και ψέμματα πουλώ, κι' έτσι διαβαίνει ο καιρός.
Ας μου έδιδε κανένα χαστούκι να θυμώσω, κ' έβλεπε τι θα τούκανα! Το χαστούκι εδόθη, αλλ' αντί να θυμώση, ο Εβραίος προσεπάθησε να μειδιάση και είπε προς τον υβριστήν: — Αι, δεν παύεις τα χωρατά; Τοιούτους, φαίνεται, φαντάζονται τους Έλληνας οι προτείνοντες τα διεγερτικά του φανατισμού. Θέλουν χαστούκι διά να θυμώσουν και έχουν ανάγκην να θυμώσουν διά να κάμουν τ' άχυρα κομμάτια.
Αφού ζύγωνε λοιπόν ο πόλεμος, η Κλανομάρω άφησε τα συνειθισμένα της και φόρεσε σελιάχι και κρέμασε μπαλάσκες κ' έβαλε και μια μακρυά κουμπούρα 'σ το σελιάχι· κι' αφού 'τοιμάστηκε για πόλεμο, παρουσιάζεται άξαφνα ανάμεσα 'σ τα παληκάρια, 'σ το φοβερό εκείνο στρατόπεδο. Δε λέγεται η ταραχή και τα γέλοια και τα πειράγματα και τα χωρατά, όταν είδαν την Κλανομάρω τα παληκάρια.
Μεταξύ των ήτο μία όρνιθα με άσπρα πτερά και κοντά ποδάρια, η οποία έκαμνε πάντοτε τα αυγά της με όλην την τάξιν και ήτο πολύ καθώς πρέπει όρνιθα. Όταν επήδησε και αυτή εις έν ξύλον διά να κοιτάση, εξύσθη με την μύτην της και της έπεσεν έν μικρόν πτερόν. — Πάγει και αυτό, είπεν. Όσον μαδούν τα πτερά μου τόσον ευμορφαίνω. Αυτά τα είπε χωρατά, διότι ήτο πολύ αστεία, αν και πολύ καθώς πρέπει όρνιθα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν