Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025
Πουλάκι ξένο, Ξενιτεμένο. Κυνηγημένο, Πού να σταθώ, Πού να καθήσω, Να ξενυχτήσω, Να μη χαθώ; Βραδιάζει η μέρα, Σκοτάδι παίρει, Και δίχως ταίρι, Πώς να βρεθώ; Πώς να φωλιάσω, Σε ξένο δάσο. Ν' αποσυρθώ; Η ημέρα φεύγει, Η νύχτα βιάζει. Να, ησυχάζει Κάθε πουλί. Κι' εγώ στενάζω, Το ταίρι κράζω, Ξένο πουλί. Κυττάζω τ' άλλα Πουλιά ζευγάρι· Αυτήν τη χάρι Δεν έχω πλια. Έρημο τρέχω Τόπο δεν έχω, Μηδέ φωλιά.
Ο ξένος, πώς να μη χολιάη, που είναι μακριά από κείνη, Που στην καρδιά του κίνησι και ζωντανάδα δίνει· Ο ξένος δε στολίζεται, μηδέ λαμπροφοράει, Τι είναι σε λύπη χωρισμού· τ' αχείλι δε γελάει· Ο ξένος έρημο πουλί χωρίς φωλιά και ταίρι, Από το δέντρο στο κλαρί της νύχταις παραδαίρει· Ο ξένος Γκιόνης γένεται και σ' ερημιαίς φωλιάζει· Το οχ, το αχ λυπητερά νυχτοήμερα φωνάζει.
Στο κάστρο της Τροίας που λυώνει σε σκόνη κοίτεται η σαύρα σαν κάτι τι από πράσινο μπρούντζο. Η κουκουβάγια έκτισε τη φωλιά της στο παλάτι του Πριάμου.
Ο ήλιος τόχει βασίλειό του, κι ο μπάτης φωλιά του. Το χαίρουνται αναμεταξύ τους. Δε γίνεται όμως να μην το χαίρεται κι άλλος αυτή την ώρα. Ας περάσουμε από το έρημο το χαγιάτι· ας τη σκουντήξουμε αυτή την πόρτα την καμαροσκέπαστη, την πλουμισμένη, την τορνευτή. Έλα, σκύψε μέσα, και να τις δης! Δε σου τόλεγα; Κοιμούνται όλες τους ύπνο βαθύ.
Όχι μακράν από εδώ, εις το καντόνιον Βαλαί, έλεγεν ο Ρούντυ, ήτο φωλεά αετού τεχνικωτάτη, κτισμένη κάτω από ένα υψηλόν προεξέχον χείλος βράχου· εκεί επάνω μέσα εις τη φωλιά ευρίσκετο μικρός αετιδεύς, αλλά αυτόν δεν ήτο δυνατόν να τον πάρη κανείς από εκεί μέσα!
Τόρα ο διάβολος άρχισε να ξυή το αυτί του. Μωρέ, λέγει, και άλλο μασκαραλίκι να πάθω! Γιατί ναι πειράζει τους ανθρώπους συχνά· μα κ' εκείνοι κάποτε του σκαρώνουν δουλειές που κλειέται για μήνες καταντροπιασμένος στη φωλιά του. Μια φορά έρριξαν στον δρόμο μια σκούφια Κεφαλλωνίτικη κ' έσπασε το κεφάλι του για να καταλάβη τι είνε.
Κι' η γη τη χλόη εντύνεται, Τα δάση της ισκιόνουν, Τα κρύα χιόνια λιόνουν, Ο ουρανός γελάει. Τα λουλουδάκια βάφουνται, Τα πλάγια χρωματίζουν, Κι' ηδονικαίς φωτίζουν Η δροσεραίς αυγαίς. Στο αγκαθερό τραντάφυλλο Γλυκολαλάει τ' Αηδώνι. Το ξένο Χελιδώνι Ταιριάζει τη φωλιά. Στους κάμπους πλούσια κι' άκοπα, Σε πράσινα λιβάδια, Τα ζωντανά κοπάδια Βελάζουν και πηδάν.
Έτσι ικανοποιήθηκε η Μαριανθούλα, σήκωσε το πρόσωπό της το πεντάμοφο και χάηδεψε τα κατσικάκια, που μούλοναν μέσα στην αγκαλιά της, σαν πουλλάκια στη φωλιά.
Και με πόση χαρά θ' άλλαζε όλη την άταχτη και νευροφάγα ζωή του κόσμου μ' αυτή την ήσυχη, την τρυφερή, τη μαγεμμένη ερημικιά φωλιά της ευτυχίας.
Του άπλωσε ένα νόμισμα, αλλά ο Έφις τον κοίταζε στα μάτια με τη ματιά ενός πιστού σκύλου και αναστέναζε χωρίς να προσβάλλεται. «Ντον Πρέντου, αφεντικό, πείτε μου νέα για τις κυράδες μου.» «Τις κυράδες σου; Μήπως τις βλέπει κανείς; Είναι κλεισμένες στη φωλιά τους σαν κουνάβια.» «Και ο Τζατσίντο;» «Τον είδα στο Νούορο, τον πειναλέο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν