Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


Φαινότανε σα να είχε μαζευτεί στην παλιά θέση, σα να το είχε κάμει η φτώχεια κ' η ανάγκη να μικρύνη τόσο. Σταθήκαμε μια στιγμή σιωπηλοί, σα να χρειαζόμαστε να πάρουμε την αναπνοή μας. — Γιώργο, είπε η Έλσα, τι είναι τούτο; Μου έφτασε να δείξω μόνο τις παλιές βελανιδιές, που είταν ολόγυρα. Τα κλαδιά τους είχανε μαύρα σημάδια κ' η φλούδα τους είτανε καψαλισμένη.

Νάξερες πως κ' η κάκοψη Πως κι' η τραχιά της φλούδα Γίνεται μέσ' 'ςτά χέρια μου Η πλιο απαλή σαρκίδα. Νάξερες ώμορφο βουνό Τι ενθύμησες μου φέρνουν Τ' απάτητα τα βάθητα Της μαύρης λαγκαδιάς σου. Νάξερες πως η άβυσσο Και το τρανό της χάο Λησμονημένα και παληά Κρυφά μου αποσκεπάζουν. Νάξερες ώμορφο βουνό Τι κελαϊδεί 'ς' εμένα. Της βρύσης σου το γάργαρο Και δροσερό νεράκι.

Πλέαμε σα σε μαγική τοποθεσία κι ακούγαμε να σπάζουν αλαφρά τα κύματα στα πλευρά της βάρκας. Και χωρίς να πούμε τίποτε, χωρίς να το είχαμε συμφωνήσει από πριν, γύρισα τη βάρκα έτσι ώστε στρήψαμε στους βράχους και βγήκαμε στο ακρογιάλι του άλλου κόλπου. Πιαστήκαμε χέρι με χέρι και τραβήξαμε στον παλιό δρόμο, που έφερνε στον ψηλόν έλατο, που στη φλούδα του είτανε μπηγμένη η σκουριασμένη καρφίτσα.

Τα σκυλιά τα μέρωσαν γλήγορα με συνηθισμένο μαύλισμα· έπειτα έφεραν στην πηγή το Δόρκωνα, δαγκωμένο στα μεριά και στους ώμους, του έπλυναν τις δαγκωματιές, όπου είχαν μπει τα δόντια των σκυλιών, και ύστερα του έβαναν επάνω χλωρή φλούδα φτελιάς, αφού την καλοκοπάνησαν.

Απάνω στο στρογγυλό λιθάρι, που το σκέπαζε ο γεροπλάτανος, καθότανε η αγάπη του. Με του λαγού την περπατησιά έφτασε ο κυνηγός στο στρογγυλό λιθάρι. Η βοσκοπούλα είχε ξαπλωμένο το άπλερο κορμί της απάνω στο λιθάρι κι' ακουμπούσε το ξέγνοιαστο κεφάλι απάνω στη γέρικη φλούδα του πλάτανου.

Από τη φλούδα του έβγαλε μια σκουριασμένη καρφίτσα κ' έτρεξε και μ' αγκάλιασε και με φίλησε και δάκρυζε από ευτυχία. Προσεχτικά την έμπηξε πάλι στον κορμό του δέντρου. Γιατί δεν της βαστούσε η καρδιά να την πάρη μαζί της. Ίσως να είχε κάποιον προληπτικό φόβο να την αγγίση.

Η φλούδα μοναχή της Χωρίζει, ξεδιπλόνεται, και τότε με το χέρι, Το σιωπηλό το φάντασμα που στέκει επάνωθέ του, Τη σήκωσε, την έρριξετην πλάτη του σα ράσο, Κ' έμειν' εμπρός του ακίνητο... Τριγύρωτο λαιμό του Χαράκι κόκκινο βαθύ, σαν νάθελε περάση Εκείθε η κόψη του σπαθιού... — Χριστός ανέστη, Διάκε!... Έλα μαζύ μου γρήγορα μη μας προλάβ' η μέρα.

Εκείνος είναι ένας άξιος θεός και βαστάει ένα ουράνιο πιοτό. Θα γονατίσω μπροστά του. ΣΤΕΦΑΝ. Πώς εγλύτωσες; πώς ήρθες εδώ; ορκίσου απάνου σε τούτο το φλασκί, πώς ήρθες εδώ. Εγώ εγλύτωσ' απάνου σ' ένα βουτσί κρασί της Ισπανίας, ριμμένο στο πέλαο από τους ναύταις, μα τούτο το φλασκί· εγώ ο ίδιος τώκαμ' από δένδρου φλούδα, με τούτα μου τα χέρια, αφού το ρεύμα μ' έσυρε στη στερηά.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν