Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025


Τεντόνει το παράθυρο. Βλέπει πασπρογαλιάζει Το χάραμματον ουρανό, και τάστρα λίγο λίγο Να κρύβωνται, να φεύγουνε, καθώς κατακαθίζουν Βαθειάτα φυλλοκάρδια του και σβυόνται της ψυχής του Τα κούφια ταστραπόβροντα... Ξανοίγει το ρουπάκι... Χτυπά τα χέρια τρεις φοραίς: «Οσμάν!..Οσμάν!..το Διάκο

Τώρα, σ' αυτά τα μέρη, γίνεται κ' ένα άλλο κακό, που πρέπει κι αυτό να το ξέρουμε. Από τα μέρη της Ευρωπαϊκής Τουρκιάς οι Τούρκοι σιγά σιγά φεύγουνε κατά την Ασία, γιατί νοιώθουν πως σε λίγο δε θα μείνει πια ψωμί γι' αυτούς στην Ευρώπη. Φεύγοντας, αφίνουν τα χωράφια και τα τσιφλίκια τους, και τα παίρνουν οι Σλάβοι.

Περνάνε, φεύγουνε μακριά, Κι' ακούγονταν ακόμα Εκείνο το τραγούδι τους... 'Σταίς φλαμουριαίς εμβήκα, Σε λόγκο, λόγκο απέραστο. Εκεί το τέλος 'βρήκα Απ' τον Παράδεισο. Σιμάτης Κόλασις το χώμα . . . . Εκ του χάσκω, χαίνω. Ο κενός, άπειρος και χαίνων τόπος.

Τέλειωσε ο γάμος, έφυγαν τα ζεϊμπέκια, μα έμειναν πίσω δυο τρεις τους· και μια μέρα, καθώς πήγαινε η Λενιώ στο Σκολειό, την πιάνουνε σ' ένα παράμερο σοκάκι, την παίρνουν και φεύγουνε. Δέκα μέρες δεν ακούστηκε η Λενιώ. Την έκλαιγαν οι δικοί της, την τραγουδούσε ο κόσμος, Τάλλα τάκουσες από το γέρο Βασίλη. Τρώγε τώρα τις τηγανήτες σου.

Έθαψαν τονε, είπεν ο Μανώλης, ο οποίος όμως θα επροτίμα ίσως να εθάπτετο, αντί του Λαδομπραΐμη, ο Στρατής, του οποίου η ανάμνησις είχεν αρχίσει να τον ανησυχή και οσάκις ήκουε βήματα εις την οδόν ανεταράσσετο. — Να πάρης κιάλλους πολλούς αγάδες μαζή σου, Μπραΐμ αγά, είπεν η Σαϊτονικολίνα, να σου κάνουνε συντροφιά! ... Να, εσκεπάσαν τονε και φεύγουνε.

Διάκε, νερό κι αλάτι... Εσ' είσαι ακόμα ζωντανός, και τον Κιοσέ Βεζήρη Τον έχομετα νύχια μας, μ' ένα σου λόγο, σβυέται... Δεν ξέρω παρακάλεσαις, δε διακονεύω σχώρια... Στοχάσου... η ώραις φεύγουνε... και πες μου, ναι ή όχι; — Εψές τα παλληκάρια σου, Ομέρπασα Βριόνη, Το δαχτυλίδι μάρπαξαν και το φορείςτο χέρι.. Πριν απαντήσω... το φιλείς; — Και τι σημάδια φέρνει;

Ίων! προτήτερα εγώ απ' όλους τους θεούς σου παραδίδω τόνομα, οπού θα φέρνης πάντα. ΙΩΝ Το άρμα το τετράλογο προβαίνει, και λάμπει όλ' η πλάσι φωτισμένη από το φως του ήλιου το λαμπρό• και στην φωτιά ετούτη την αιθέρια μπροστά, τραβούν και φεύγουνε ταστέρια μαζύ με το σκοτάδι το ιερό.

« Μ' είδαν...Χαλνούν ταις τάξεις των » Φεύγουνε σκορπισμένοι. » Καιένα λόφο κλείσθηκαν, » Κ' εκείθε 'ξεφαντώνουν. » Αρχίζει πάλι η σφαγή. » Η σπάθαις μας σκοτώνουν » Χίλιους τρακόσιους, οι λοιποί »'Βρέθηκαν 'σκλαβωμένοι

Οι Αγάδες » Φεύγουνε 'δώ, φεύγουνε 'κεί, » Και δεν γυρίζουν πάλι.» « Μαθαίνω· η Ακρόπολι » Κινδύνευε να πέση »'Σ του Κιουταχή τα χέρια. » Πιάνω 'κεί μετερίζι, » Αλλ' εγώ πέφτω άρρωστος » Ο Πόλεμος αρχίζει. » Και τη σκηνή μου κλείσανε » Οι Τούρκοι μεςτη μέση.» « Και άρρωστος 'πετάχτηκα » Με το σπαθί μου έξω. » Βλέπω τα παλληκάρια μου » Να φεύγουνε.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν