United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ωχ, αδερφέ! εφώναξε, για το φίδι κάνεις έτσι; Και λαμβάνων από της γης τον σάκκον, όστις είχε πέσει των χειρών του κατά την ώραν της ταραχής και από τινος γωνίας το μαστίγιόν του, διηυθύνθη προς την θύραν υποψιθυρίζων: — Μην ήσαι κουτή, καϋμένη!. . πήγαινε κ' εγώ θα γυρίσω γρήγορα. Χωρίς δε να προσθέση τι πλέον, ανέβη επί του κάρρου και μαστίσας τον ίππον του απήλθεν.

Τότε απαντάει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης «Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμέμνο, μη δα θαρρείς του Έχτορα ο βαθυγνώστης Δίας θα κάνει του κάθε σκοπό που ίσως ολπίζει τώρα, 105 Μον φίδι και χειρότερο ίσως τον φάει, αν βγάλει απ' την καρδιά τ' ανήμερο το πείσμα ο Αχιλέας.

Αέρας ζεστός και μοσκοβολισμένος χύθηκε μέσα στο δωμάτιο. Πλατύ φωτεινό σεντόνι απλώθηκε απάνω στο τραπέζι, αγκάλιασε φιλόστοργα τις γέρικες βιβλιοθήκες, έκαμε τα χερόγραφα να τρίξουν και ν' αναδεφτούν σαν το ναρκωμένο φίδι στο ανοιξιάτικο λιοπύρι.

'Στης αδελφής μου πήγαινε. Ποτέ, ποτέ, Ρεγάνη! Τους εκατόν ιππότας μου τους έκαμε πενήντα, αν σου ειπώ πόσον αισχρά μου εφέρθηκεν! μ’ έρριξε άγριαις ματιαίς, μου έχυσε φαρμάκι 'σάν φίδι με την γλώσσαν τηςτα φύλλα της καρδιάς μου, Όσαις κι' αν έχη ο Θεός παιδείαις και κατάραις, 'ς τ' αχάριστο κεφάλι της όλαις μαζί να πέσουν!

Ανέπνεε τον ψυχρόν εκείνον αέρα, όστις ωλίσθαινεν εις τους πνεύμονάς της, ως κρύο φίδι φαρμακερό· ησθάνετο πόνους δυνατούς εις την μύτη και τα ώτα και είχε τας χείρας και τους πόδας σχεδόν αναισθήτους. Αίφνης απέναντι της, προς το βάθος του ορίζοντος διά μέσου της χιόνος διέκρινε υψηλόν γέροντα, κρατούν τα αγροτικήν βακτηρίαν κ' ερχόμενον βραδέως προς αυτήν.

Και το μεν κάτω μέρος αυτής ωμοίαζε με φίδι, εις δε το άνω ήμισυ ωμοίαζε με Γοργόνα, εννοώ κατά το βλέμμα και την φρικτήν μορφήν. Αντί δε μαλλιών από την κεφαλήν της εκρέμοντο δράκοντες, ως βόστρυχοι, και περιετυλίσσοντο εις τον λαιμόν της και συνεστρέφοντο επάνω εις τους ώμους της.

— Ε, και το φίδι; ηρώτησεν ευθύμως ούτος, μόλις εισερχόμενος. Ω, το φίδι! Βέβαια, το είδεν η Σμάλτω και υπέμεινε την επήρειάν του παράποτε σήμερον! Το φίδι, το οποίον δεν ηξεύρει μόνον να συρίζη αλλά και να δαγκώνη, φαρμακερά να δαγκώνη, όταν εύρη ευκαιρίαν! Με αυτάς τας σκέψεις η Σμάλτω διήρχετο τας ημέρας και τας νύκτας της. Αλλά δεν ηδύνατο να διατηρηθή επί πολύ αυτή η κατάστασίς της.

Ήσαν πέντε μικρά, χωρίς πτερά ακόμη, τόσο μικρά, ώστε το τριμμένο ψωμί, το οποίον επροσπάθησε να τους δώση να φάγουν η Φωτεινή, δεν ήξευραν να το καταπιούν! — Αν τ' αφήσω εδώ, καμμία αλεπού από το βουνόν, κανένα φίδι, θα τα φάγουν εξάπαντος, συλλογίζεται με ανησυχίαν· πρέπει να τα βάλω πάλιν υψηλά επάνω εις το δένδρον, αλλά πώς; .... Πολλήν ώραν εσυλλογίσθη η μικρά κόρη, αλλ' επιτέλους το ηύρε.

Χθες ακόμη ήκουσα για μια· μια τίμια γυναίκα, αλλά ολίγον ψεύτρα, πράγμα το οποίον δεν έπρεπε να κάνη τίμια γυναίκα, εκτός μόνον με τρόπον τίμιον· έλεγαν λοιπόν πώς απέθανε, τι πόνους ησθάνθη, και μα την αλήθειαν παρίστανε το φίδι πολύ καλά, αλλά όποιος πιστεύη όλα όσα λέγουν αυτές, δεν θα γλυτώση αν κάμη τα μισά απ' όσα κάνουν. Το βέβαιον είναι ότι το σκουλήκι είναι πολύ παράδοξο .