Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


Ώστε, βλέπεις, είσθε ομοιοπαθείς με τον κύριόν μου. Και διά σας τουλάχιστον, υπομονή, παρετήρησεν ο ξένος, χωρίς να τον μέλη αν προσέβαλλε τον φίλον του, διότι είσθε κοινοί και εργατικοί άνθρωποι και δεν σας κακοφαίνεται και πολύ. Αλλ' εκείνος φιλόσοφος, άρχων, μεγάλος άνθρωπος! ... Βέβαια πολύ θα δυσαρεστήται. — Καθένας το ξέρει, είπεν ο Γύφτος. Χρου!...

Ο παπάς σήκωσε τα χέρια του και μούντζωσε κατά την πόρτα. — Κάνε υπομονή, ευλογημένε. Έφτασα. Πήγε μόνος κ' έσυρε το μάνταλο της πόρτας. Ο Γιώργης ο Αλυφαντής χύμηξε μέσα. — Παπά μου, για το Θεό, πρόφτασε! Χάνεται ο πεθερός μου. Πρόφτασε να τον μεταλάβης. Τελειώνει... Του κόπηκαν τα γόνατα. Έγινε χλωμός, σαν το κερί.

Αύτη την ώρα, που συχάζουν τα σπίτια, που δε φάνηκε ακόμη ο νοικοκύρης, τη διαλέγουν οι χαροκαμένες, οι ζωντοχήρες κ' οι φτωχές να πάνε να πούνε δυο λόγια στις σπλαχνικές τους γειτόνισσες. Ποιος ξέρει πόσην ώραν την κρατάει την αρχόντισσα και της τα λέει αυτά τα δυο λόγια! Κι αυτή την ακούγει με υπομονή, και τη συμπαθεί μ' έναν πόνο, που λες κ' είναι αυταδέρφη της.

Όπιος καλά με στοχαστή, Παραπολύ θα θιαμαχτή, Πως ζιώ με τόσα πάθη, Σε τέτιας θλίψις βάθη. Ρίχνω τα μάτια εκεί κι' εδώ, Μη τύχη, φως μου, και σε ιδώ. Συχνά συχνά σε κράζω, Του κάκου σε φωνάζω. Το τέλος πιο; δεν το θωρώ. Πώς θέλα γένω, απορώ. Υπομονή σ' εμένα Γυρεύω στα χαμένα. Φθορά λοιπόν κι' αφανισμός, Ο εδικός σου χωρισμός· Χωρίς εσέ να ζήσω, Ποτέ να μην ελπίσω!

Η υπομονή μας ήταν μεγάλη μέσ' την καρδιά μας, μα η ησυχία που καταΐσκιωνε σαν θείο χέρι ως τώρα τα γαληνεμένα μας στήθια, άρχεψε να τραβιέται απάνου και ν' αφανίζεται σαν την αντάρα της λίμνης μας την πρωινή, κι' ο βοργιάς της στέρησης της εκκλησιάς άρχιζε ν' αναταράζη τα βάθητά μας. — Πώς θα περάσουμε χωρίς εκκλησιά τέτοιες μέρες!

Μόντης λύπης την ορμή, Είχαν κι' άλλην αφορμή Να περνάν συλλογισμένοι Και διπλά παραθλιμμένοι· Σε πια κλήματα μπορούν Τ' άσπρα τάχατε να βρουν; Θησαυρού έχουν πλούσια ελπίδα, Κι' είναι σ' άπαυτη φροντίδα, Τούτο το συμβεβηκό Σε καιρόν καθολικό Ακλουθάει, που συνηθίζουν, Και τ' αμπέλια όλοι σκαλίζουν. Με απόφασι κοινή Και πολλήν υπομονή Το αμπέλι κατασκάφτουν· Άσπρα ωστόσο δεν ξεθάφτουν.

Στέργει λοιπόν ο λαός να κάμη υπομονή ωσότου να γίνη η θανή. Σύγκαιρα όμως επιμένει να πέση κι ο Έπαρχος, φωνάζοντας «Έξω βάλε τον κλέπτην Έπαρχον της πόλεως». Και πάλε ευκές κι ευλογίες για τη Βασίλισσα, πάλε καθησυχαστικά λόγια από το γραμματικό, πως το πρόβλεψε κι αυτό η Βασίλισσα.

Ώστε βλέπεις, ότι αυτός ο κύριός μου δεν είνε μικρός άνθρωπος. Έχει τον διάβολον μέσα του. Σκοπεύει μεγάλα πράγματα να κατορθώση. — Ναι, αλλά δι' αυτό δεν μας μέλει. — Μας μέλει διά ένα άλλο πράγμα, και υπομονή. Κάθε λόγος με την σειράν του. — Ακούω. — Ο κύριός μου έχει πολλά και καλά χαρίσματα. Είνε άνθρωπος σοφός και δεν καταδέχεται να έλθη εις τα ταπεινά.

Άοπλοι, απροστάτευτοι, ταπεινωμένοι από την δουλείαν, εκτεθειμένοι εις του πρώτου εξηγριωμένου Τούρκου την οργήν ή και την μάχαιραν, άνευ της ελαχίστης ελπίδος του να τύχωμέν ποτε δικαιοσύνην ή καν εκδίκησιν, πώς ήτο δυνατόν ημείς, οι ταπεινοί έμποροι του Χανίου της Σμύρνης, να έχωμεν γενναιότητα; Προς τι ηδύνατο η γενναιότης να μας χρησιμεύση; Υπομονήν μόνον είχομεν, μας εχρειάζετο δε υπομονή πολλή, διότι η ζωή μας έκτοτε ήτο διαρκής αγωνία και μακρόν μαρτύριον.

Εκεί, του είπα, εμέτρησα τέσσαρα σταυρουδάκια κολλητά. — Έχε λίγη υπομονή. Ακόμη δεν είχαμεν αποκλάψη τα τέσσερα παιδιά, όταν γυρίζοντας ένα μεσημέρι από τη δουλειά μου βλέπω από μακρυά, εμπρός στην πόρτα του σπιτιού μας κόσμο πολύ. Άνδρες, γυναίκες και κόκκινες στολές κλητήρων. Άρχισα να τρέμω και έπειτα να τρέχω.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν