Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025
Τράβησε ίσια ατό σπίτι του και εκεί πέζεψε και ξεφόρτωσε το μουλάρι του. Η γυναίκα του, επειδή δεν είχε φανή ύστερα από τόσα χρόνια, νόμισε πως είχε πεθάνει, και του έβρασε το σιτάρι και ζούσε σα χήρα, ώστε, όταν ήρθε, δεν τον γνώρισε καθόλου. Αλλά κι' αυτός δεν της έδωκε γνωριμία, και της είπεν, ότι είταν απ' άλλη χώρα κι' ο δρόμος τον έφερε να ξενυχτίση στο σπίτι της.
Με είχε καλέσει ο γενναίος φίλος μου, ο κυρ Στέφανος Μ. εις την οικίαν του την ημέραν του Πάσχα, διά να συμφάγωμεν την ώραν του προγεύματος περί τας δέκα, από συγκατάβασιν και ευσπλαγχνίαν, διά να κάμω κ' εγώ μετά τόσα χρόνια Πάσχα οικιακά, ως έρημος και ξένος στα ξένα.
Μου φαίνεται πως θα σ' αγαπούσα περσότερο, αν μπορούσα να συλλογίζουμαι πως κανείς άλλος από μένα δεν είχε κάποιο δικαίωμα σ' εσέ και πως κανείς άλλος δε σε γνώρισε καλά ποιος είσαι. »Να που σου είπα τόσα πολλά και κείνο, που με παρακάλεσες να σου πω, δε σου το είπα.
Και για την τύχη τη δική μου και για τη δική σου την τύχη. Τι καλό είδαμε τόσα χρόνια σε τούτον τον τόπο; Οι ανθρώποι εδώ απογίνανε, δεν είνε να ζήση κανείς. Όλο και το συμφέρον, ο παράς κυβερνάει τον τόπο μας. Πρόστυχοι ανθρώποι, βλέπεις, χωρίς ανατροφή, Χωρίς ευγένεια απάνω τους. Όλες οι κοπέλλες μένουνε στο ράφι.
Τούτα ενώ εκείνος έζυαζε 'ς τα βάθη της ψυχής του, 365 μέγα κύμα του σήκωσεν ο σείστης Ποσειδώνας, φρικτόν, υψηλοθόλωτο, κ' επάνω του έπεσ' όλο. και ως όταν σφοδρός άνεμος τινάζει και σκορπάει ξερών αχύρων θεμονιά, παρόμοια τιναχθήκαν αυτής τα ξύλα τα μακρυά• και τότ' ο Οδυσσέας 370 έν' απ' εκείν' ανέβηκεν, ως άλογο αναβάτης, κ' εγδύνονταν τα ενδύματα, 'που του 'χε δώσ' η νύμφη. και το μαγνάδι άπλωσ' ευθύς 'ς το στήθος του αποκάτω, και προύμυτα 'ς την θάλασσαν έπεσε, και τα χέρια ετέντωσε 'ς το πλέξιμο• τον είδε ο κοσμοσείστης, 375 την κεφαλή του εκίνησε, και μόνος του είπε• «Τώρα, 'που τόσα υπέφερες κακά, πλανήσου 'ς τα πελάγη, 'ς την χώρα των διόθρεπτων ανθρώπων ως να φθάσης• και όμως, θαρρώ, δεν θα κλαυθής πως έπαθες ολίγα».
Αν η πλάνη εκείνη της ευτυχίας, περί ης έλεγον προ μικρού, και περί της οποίας τόσα διδάσκει ευφυώς ο μαδηθείς πετεινός σας, — ο κατά Διογένην πλατωνικός άνθρωπος — γίνεται κατ' εξαίρεσιν ενίοτε και πράγμα, το πράγμα τούτο εύχομαι εις το βιβλίον σας.
Η Κυνεγόνδη, ο λοχαγός Αγαθούλης κ' η γριά πήγανε στον Κυβερνήτη Ντ' Ιμπαράα, υ Φιγγουέρα, υ Μασκαρένες, υ Λαμπούρδος, υ Σούζα. Αυτός ο κύριος είχε μιαν αλαζονεία ανάλογη με τα τόσα του ονόματα.
Και πλιάτσικα με τους σωρούς μαζέψαμε οχ τον κάμπο, πενήντα βοϊδοκόπαδα, προβάτων άλλα τόσα, πενήντα χοίρων, και γιδιών πλατιά κοπάδια ως τόσα, και γλήγορα άλογα ξανθά ως εκατόν πενήντα, 680 όλα φοράδες πούθρεφαν πολλές τους και πουλάρια. Και μες σε μια νυχτιά όλα αφτά τα πήγαμε στην Πύλο ως στο καστρί. Αναγάλλιασε μέσα ο Νηλιάς στα στήθια πούμουνα τόσο τυχερός μόλις σε μάχη βγήκα.
Αν η αγάπη είνε του Χριστού η εντολή, μα τότε, φυσικά 'γώ είμαι η καλλίτερη διακόνισσα, γιατί όπως εγώ σ' επόθησα, όσον εγώ σε λαχταρώ, άλλη καμμιά να το πιστέψω δεν μπορώ πώς έχει τόση δοκιμάσει επιθυμία, τον καρπό της ωμορφιάς σου να δαγκάση. Έχυσα τόσα δάκρυα σαν σε θυμώμουνα που θα μπορούσα, μέσα τους πέφτοντας, να πνιγόμουνα.
Μα ο Δρύαντας επειδή δεν άκουσε αψήφιστα τα τελευταία λόγια του Δάμωνα, ενώ πήγαινε, στοχαζότανε μόνος του: — Ποιος τάχα νάναι ο Δάφνης; Αναθράφηκε από γίδα, σαν να νοιαζόντανε γι' αυτόν οι θεοί· είναι όμορφος και δεν μοιάζει καθόλου με τον πατσουρομύτη το γέρο και με τη μαδημένη τη γυναίκα του. Βρήκε και τρεις χιλιάδες, ενώ φυσικό είναι να μην έχη ένας γιδάρης μήτε τόσα αχλάδια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν