Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Α! θα το ενθυμούμαι; Γη και Ουρανοί! την είδα εγώ 'ς τον τράχηλόν του να κρέμετ' ώστε ήθελε ειπής πως η τροφή της αύξαινε, αντί να παύη, την επιθυμίαν.
Οταν δε υπερεπληρώθη η πόλις από ανθρώπους, οι οποίοι είχον ήδη χάσει προηγουμένως νουν και καρδίαν και ουδόλως ωμοίαζαν προς λογικούς ανθρώπους και μόνον κατά την μορφήν διέφερον από τα πρόβατα, ο Αλέξανδρος καθήμενος με πολλήν ιεροπρέπειαν επί κλίνης εις μίαν μικράν οικίαν είχεν εις τον κόλπον του τον εκ Πέλλης Ασκληπιόν, ο οποίος ήτο υπερμεγέθης και ευτραφής, και τον άφινε να περιτυλίσσεται εις τον τράχηλόν του και να μένη έξω η ουρά του.
Έγραφε δηλαδή περίαπτα διά τους πάσχοντας από νευρικά νοσήματα και έδιδε «ρετσέτες», τας οποίας οι ασθενείς ανήρτων εις τον τράχηλον αυτών διά ναπαλλαγώσιν από πυρετούς ή τας διέλυον εις το νερόν και τας έπινον διά να θεραπεύσουν άλλα νοσήματα.
Θα έλθετε να μας επισκεφθήτε εις το Παρίσι; — Ακούς εκεί! είπον εγώ παίζων, θα έλθω να σας επισκεφθώ εις την Καλκούτταν. Ο πατήρ σου με προσεκάλεσεν. — Αλήθεια; — Ανεφώνησε περιχαρής η κόρη, και ερρίφθη περί τον τράχηλον του παριόντος κατ' εκείνην την στιγμήν πατρός της, εξαναγκάσασα αυτόν να σταματήση χωρίς να το θέλη. — Αλήθεια, πατέρα, θα έλθη εις την Καλκούτταν; Ο κ.
Οι απονεμηθέντες αυτώ υπό της μεσίτιδος έπαινοι δεν ήσαν κατ' ουδένα τρόπον υπερβολικοί. Είχε τράχηλον ηράκλειον, στήθος ευρύ, χαίτην στιλπνήν, κνήμην στρογγύλην, βλέμμα ακτινοβόλον, παρειάν στάζουσαν αίμα και φωνήν ομοιάζουσαν χρεμετισμόν· εφαίνετο δε και ικανώς ήμερος, ώστε αν δεν εφοβούμην παρεξήγησιν, ήθελον θωπεύση αυτόν επί του ώμου.
Προς κατάκτησιν τοιούτων προσόντων αφιερούντο κατά τον Διόδωρον νηπιόθεν αι κορασίδες εις την θεάν Γαλήν, διά της αναρτήσεως εις τον τράχηλον μεταλλίου φέροντος την εικόνα της Αιγύπτιας Αφροδίτης, κατά δε τον Διόδωρον, οσάκις απέθνησκεν εντός αιγυπτιακής οικίας γαλή, έκοπτον οι κάτοικοι εις ένδειξιν πένθους την κόμην.
Ως παιδίον περίφοβον έδραξε την χείρα του Βινικίου, και εις την κεφαλήν της επήλθον αλλεπάλληλοι ραγδαίαι και συγκεχυμέναι εντυπώσεις . . . . Λοιπόν ήτο αυτός; Αυτός . . . ο τρομερός, ο παντοδύναμος; . . . Ποτέ δεν τον είχεν ίδη ακόμη και τον εφαντάζετο με όψιν φρικώδη, με χαρακτηριστικά, εφ' ων θα ήτο εγκεχαραγμένη διαρκώς η μανία . . . Έβλεπε κεφαλήν τεραστίαν, χωμένην εις τεράστιον τράχηλον, κεφαλήν τρομακτικήν, αλλ' αγροίκον, ομοιάζουσαν μακρόθεν με κεφαλήν ανηλίκου παιδός.
Είχεν απομακρυνθή ως πέντε οργυιάς από το άντρον, και έπλεε, κ' έβλεπε τώρα προς ανατολάς, στρέφουσα τα νώτα προς το μέρος μου. Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης.
Είπε, και αυτής τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία, 205 άμα της είπε ασάλευτα γνωρίσματ' ο Οδυσσέας· έκλαψεν, έδραμε 'ς αυτόν, κ' έρριξε ταις αγκάλαις 'ς τον τράχηλόν του, εφίλησε την κεφαλή του κ' είπε· «Μη, Οδυσσέα, μ' οργισθής, συ των θνητών ο πρώτος εις κάθε σκέψιν· οι θεοί κακά μας εμοιράναν· 210 οι φθονεροί δεν θέλησαν την νειότη να χαρούμε αχώριστοι, ως να φθάσουμε 'ς του γήρατος την θύρα. τώρα μη μου χολεύεσαι, 'ς εμέ να μη θυμώσης, ότι άμα σ' είδα ταις χαραίς δεν σώκαμ', όπως τώρα· ξεύρεις, 'ς τα στήθη πάντοτε μου τρόμαζε η καρδία 215 μήπως κανένας των θνητών με λόγια μ' απατήση, ότι πολλοί σοφίσματα κακόβουλα οργανίζουν· ουδ' η Ελέν' η Άργισσα, του Δία θυγατέρα, ήθελε πέσει ερωτικά 'ς ανθρώπου ξένου αγκάλαις, αν γνώριζ' ότι τ' άφοβα των Αχαιών αγόρια 220 οπίσω θα την έπαιρναν εις την γλυκειά πατρίδα.
Διερχόμενος δε προ των δύο προσκυνητών, έρριψεν άφροντι βλέμμα προς αυτούς και συμμαζεύων περί τον τράχηλόν του τα ράκη του, επροχώρησε να εξέλθη ψιθυρίζων ως εν εαυτώ: — Θα λειτουργήσης αύριο, παπά-Κονόμε; Οι δύο προσκυνηταί εκυττάχθησαν αμοιβαίως εν απορία. — Βλέπεις πως είσαι ελαφροΐσκιωτος; Είπεν ο παπά-Κονόμος· και με πένθιμον ύφος προσέθηκε: — Νά ποιος ανάπτει τα κανδήλια!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν