Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Αλλά το παιδί τους είπε πως είνε τώρα από κάτω η χώρα. Του έδωσαν και ένα τάλλαρο. — Νά το, είπεν ο παις, επιδείξας το δολλάριον. — Και 'πήγε ς' τη χώρα; ηρώτα ανυπομόνως η θεια Μυγδαλίτσα. Είνε ο γυιος μου! Είνε του γυιου μου το καράβι! Διώρθωσε τον φανόν της και τον ήναψεν. Ησπάσθη τας Εικόνας, απεχαιρέτισε τους ποιμένας και ανεχώρησε.

Έννοια σου, κ' η τιμή τιμή δεν έχει... Είνε τιμημένες, λέει, τιμημένες, κυρά μου... Κ' έχει τιμολόγιο, μαθές, η τιμή; Μία γροσάρα, ένα μπεσλίκι, ένα εξάρι, ένα εικοσάρι, μια λίρα, ως πόσα έχει; Ένα λιμοκοντόρο, ένα διπλό, ένα τάλλαρο, ένα εικοσιπεντάρικο, ένα κατοστάρικο, παραπάνω, πόσα έχει;... Να σου πω εγώ πόσα έχει... Εκατό χιλιάδες χάρτινες δραχμές η αρχόντισσα της Αθήνας, εκατό χιλιάδες λίρες η αρχόντισσα της Πόλης η πιο μεγάλη χανούμισσα, ένα εκατομμύριο λίρες η εφτακρατόρισσα, δέκα εκατομμύρια η Σουλτάνα...

Μπε! μπε! διέκοψαν γλυκύτατα τα δύο αιγίδια, τα οποία εγερθέντα πλέον ετάνυον τους πόδας των καμπουρώνοντα εγγύς της πυράς, ως να ήθελον να μεγαλώσουν αμέσως. — Σωπάτε, σωπάτε, τα εθώπευσεν ο παις και επανέλαβε την διήγησίν του: — Δύο άνθρωποι εβγήκαν έξω, εγώ εχώθηκαένα σχοίνο. — Παιδί, παιδί μου φωνάζουν. Μη φοβάσαι. Εγώ έκανα πως δεν ακούω. Παιδί! Νά! Και μου δείχνανε το τάλλαρο.

Νά από κάτω εκεί, είπα τέλος θαρρέψας· έβγαλα το χέρι μου από το σχοίνο και τους έδειξα το μέρος της χώρας. Ευχαριστούμε, μούπαν και έφυγαν, αφού μου άφησαν κάτωτον άμμο σε μια πέτρα αυτό το τάλλαρο. Και το εβρόντησεν ολίγον εις την τζέπην του ο παις. Κ' επανέλαβε την εργασίαν του εν τη χύτρα. — Θα ήταν ξένο καράβι και δεν εγνώριζε, συνεπέρανε τότε ο έτερος των ποιμένων.

Στρατιώται και ο Ανατολίτης. ΑΝΑΤ. Έι τζάνουμ. μη σκουντάςκόσμος γλέπει, ντρέπομαιαγάλια αγάλιαιστέ εγώ παγαίνωμη φοβάστε, ντε φεύγωμπαξίσι σου εγώ ντίνο ένα τάλλαρο τζίλικο .

Να κρατήσω εγώ ενάμισυ τάλλαρο διά τους κινδύνους που τρέχω, και για τα οχτώμισυ πλειά . . . Και για νάμαστε σίγουροι, μη γυρεύης κολλοννάτα, να σου δώσω πεντόφραγκα, για νάμαστε μέσα . . . Οχτώμισυ πεντόφραγκα λοιπόν . . . Α! ξέχασα! . . . Τουναντίον, δεν είχε ξεχάσει· απ' αρχής της συνεντεύξεως, αυτό εσκέπτετο. — Ο συχωρεμένος ο Μιχαλιός, κάτι έκανε να μου δίνη, δεν θυμούμαι τώρα.

Όχι, διέκοψε, χουχουλίζων μικρόν διά της από του στόματος θερμότητος τας μελανιασμένας χείρας του, έλεγα να το κρύψω, αλλά θα το 'πω. Τι δα! Χριστούγεννα ξημερώνουν. Και είνε αμαρτία να λέη κανένας ψέμματα τέτοια χρονιάρα μέρα. Νά! Βλέπετε αυτό τα τάλλαρο; Και εγκαταλιπών πλέοντα εν τη χύτρα τα εντόσθια, έχωσε την χείρα του εις την βαρείαν κάπαν και εξήγαγε δολλάριον αμερικανικόν απαστράπτον.

Να τα πω εγώ τάλλα, λέγει τότε ο Μέλτος ο Μισακός, για να σε ξεκουράσω. Ο Μέλτος ο Μισακάς τότε εξηκολούθησε την συνέχειαν με σοβαρότητα κωμικήν του ευλογιοκομμένου και σπανού προσώπου του: — Εγώ στεκόμουνα εκείταριστερά, κοντά στον ψάλτην. Άμα είδα το τάλλαρο του δημάρχου, και της ρεγγίναις των αξιωματικών, και τάλλα ασημένια, βρε, λέγω, εδώ είνε δουλειά.

Εγώ όσο άκουα της φωναίς, τόσο εχώνομουν παρά μέσατο σχοίνο. Πού λογάριαζα εγώ τάλλαρο ξετάλλαρο. Νάααα! φόβο! — Παιδί, παιδί! πάλιν ακούω, Πες μας, δεν κατοικούν ενώτο χωριό άνθρωποι; Έλαβα θάρρος. Πού; ιδώτο κάστρο; είπα από μέσα από το σχοίνο. Όχι. Η χώρα είναι από κάτω. — Πού; έλεγαν πάλιν οι ξένοι.

Το φάντασμα τούτο ήτο ο μεγαλείτερος τρόμος όλων των παιδιών. — Μη φοβάσαι! μη φοβάσαι! Έλεγα προς τον τρομασμένον Φαφάναν και τον ερωτούσα: — Όλα, μωρέ, σου τα πήρε το σκυλοκρέββατο; — Και το τάλλαρο! απήντησεν ο Φαφάνας, πνιγμένος μέσα εις τα δάκρυα.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν