Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025


Σε λίγο βαρέθηκε, σιγόκλεισε τα βλέφαρά της κι' αποκοιμήθηκε. Ο Καπετάν Γιάννης μιλούσε, με τα μάτια χαμηλωμένα στο χώμα. — Καλός άνθρωπος! Κακό ανθρώπου δεν έκανες! Θυμάσαι τι μούπες; — Και το ξαναλέω. Η αλήθεια του Θεού... — Ε! λοιπόν, συμπέθερε. Μεγάλο λόγο θα πω, μα δε βαστάω πια. Ανάθεμα την καλωσύνη! Τα μάτια του φουρτούνιασαν.

Κι' αν δεν βρης το δίκηο σου από τους ανθρώπους, ο Θεός δε θα σαφήση να χαθής... Του είπα κι' άλλα. Όσες παρηγοριές μπόρεσα του τις είπα: — Σα μετανοήση ο άνθρωπος όλα διορθώνονται. Κούνησε το κεφάλι του. — Δε μετάνοιωσα, συμπέθερε, μου είπε. Αυτό είνε. Δε μετάνοιωσα. Δε θα μ' έβλεπες έτσι σα μετάνοιωνα. Η μετάνοια είνε μεγάλη πίκρα. Μεγάλος καϋμός. Καθόμαστε και κυττάζαμε ο ένας τον άλλον.

Φύλαξε το και μου το δίνεις ταχειά». Μούδωκε το δαχτυλίδι και με καλονύχτησε. Σε λίγο κοντοστάθηκε: «Άκου, συμπέθερε! Τι να το κάνω τώρα το δαχτυλίδι, σαν έχασα τον άνθρωπό μου; Αν περάσης από καμμιά εκκλησία, κρέμασε το της Παναγιάς, για το συχώριο της Μαριγώς...» Και ως που να καταλάβω, κατηφόρισε βιαστικά.

Τι λες, συμπέθερε! είπε αναμπαίζοντάς τον ο Κουτρουμπής· για γυναίκα το πέρασες! δε βλέπεις που κρατάει σπαθί; — Θα είνε ο Ρωτόκριτος, λέω· είπε άλλος σκαφτιάς. Ο Αριστόδημος τους έρριξε άγριες ματιές κ' έπειτα χαμογέλασε. — Τι λέτε, μωρέ βλάκες ; τους είπε. Τι Ρωτόκριτος και Αρετούσα! Είνε η Δόξα μας· η αθάνατη Δόξα μας! — Μπα, η Δόξα! είπε ο Μπαλαούρας στραβοστομιάζοντας· κρίμα!

Σαν έφτασε να μην έχη να φάη κανένας δεν τούδινε. Έβαλε και το σουρτούκο του αμανάτι Πέθανε στην ψάθα. Πέντε χριστιανοί πήγανε στο λείψανο του. Κάλλια να μην πηγαίνανε κι' αυτοί. Ξέρεις ποια ήτανε η παριγοριά τους. «Κ' η μεγάλη καλωσύνη, θεια Μαχώ, κουταμάρα είνε μαθές». Έτσι λέγανε στη μαννού μου. Αυτό ήτανε το συχώριο τους. Τακούς, συμπέθερε; Κούνησα το κεφάλι μου. — Τακούω να λες! ξαναείπε.

Μα δεν τόκαναν με όρεξή τους. Όταν βρίσκονταν μακρυά από ταφτί του Αριστόδημου, δεν έπαυαν να κοροϊδεύουν τη δουλειά τους και να κλαίνε τη μοίρα τους. — Μα το σταυρό, μου φαίνεται πως κατάντησα χοίρος· έλεγε σήμερα ο Μπαλαούρος με σιχασιά στο διπλανό του. Τι οργή Θεού είν' τούτη, μωρέ παιδί! τι οργή Θεού!... — Τι χοίρος; δε λες γουρούνι, συμπέθερε! Γουρούνι και κάτι χειρότερα.

Μακάρι να μην ήμουνα· ξανάειπε ο Μπαλαούρας επιμένοντας στο στοχασμό του. Α στο διάβολο τέτοια ζωή· πότε να κλείση κανείς τα μάτια του για να ησυχάση! — Μην τον λες τέτοιο λόγο, συμπέθερε, και κολάζεσαι. Τι μας φταί' η ζωή να την αναθεματάμε. Καλήκακή εμείς την κάνουμε τέτοια· μοναχή της δε γίνεται. — Εμείς; και τι έχουμε να κάνουμε μεις!

Το δαχτυλίδι θα πάη στην εικόνα, που μου παράγγειλε. Ο Ρήγας του Μαθιού τον κύτταξε τώρα στα μάτια σα χαζός. — Τώξερες λοιπόν, θεοσκοτωμένε; — Δεν ήξερα τίποτε, που να ξεραθώ! Εκείνο το βράδυ τον αντάμωσα που τραβούσε κατά το μώλο. «Άκου, συμπέθερε! μου λέει Πάρε τούτο το δαχτυλίδι. Εμένα τα δάχτυλά μου φυράνανε κ' εκεί που ψαρεύω με παίρνει καμμιά φορά ο ύπνος και θα μου πέση στο γιαλό.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν